χαλκομίτρας

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκομίτρας Medium diacritics: χαλκομίτρας Low diacritics: χαλκομίτρας Capitals: ΧΑΛΚΟΜΙΤΡΑΣ
Transliteration A: chalkomítras Transliteration B: chalkomitras Transliteration C: chalkomitras Beta Code: xalkomi/tras

English (LSJ)

α, ὁ, with μίτρη of bronze, Κάστωρ Pi.N. 10.90 (to be restored for χαλκεομ-):—also χαλκόμιτρος, ον, Lyc. 997.

German (Pape)

[Seite 1331] = χαλκεομίτρας, Κάστωρ Pind. N. 10, 90.

French (Bailly abrégé)

α;
adj. m.
à la ceinture garnie d'airain ou de cuivre.
Étymologie: χαλκός, μίτρα.

Russian (Dvoretsky)

χαλκομίτρας: α adj. m имеющий на себе пояс с медной или бронзовой отделкой (Κάστωρ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκομίτρας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μίτραν ἢ ζώνην ἐκ χαλκοῦ, Κάστωρ Πινδ. Ν. 10. ἐν τέλ. (ὡς ὁ Böckh διορθοῖ ἀντὶ χαλκεομ-, ὃ ἴδε)· ― ὡσαύτως χαλκόμιτρος, ον, Λυκόφρ. 997.

English (Slater)

χαλκομίτρας with bronze belt χαλκομίτρα Κάστορος (Σ: χαλκεομίτρα codd.) (N. 10.90)

Greek Monolingual

και χαλκεομίτρας και ιων. τ. χαλκεομίτρης, ὁ, Α
αυτός που έχει χάλκινο κάλυμμα κεφαλής ή χάλκινη ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- / χαλκεο- + -μίτρας (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. χρυσομίτρης].

Greek Monotonic

χαλκομίτρας: -α, ὁ, αυτός που έχει μίτρα ή ζώνη από χαλκό, σε Πίνδ.