Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσκέρα

From LSJ
Revision as of 11:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκέρα Medium diacritics: ἀσκέρα Low diacritics: ασκέρα Capitals: ΑΣΚΕΡΑ
Transliteration A: askéra Transliteration B: askera Transliteration C: askera Beta Code: a)ske/ra

English (LSJ)

ας, ἡ, winter shoe with fur lining, Hippon.19, Lyc.855, 1322, Herod.2.32:—Dim. ἀσκερίσκος, ὁ, metapl. pl. ἀσκερίσκα Hippon. 18.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Morfología: [dat. plu. -ῃσι Hippon.6.3]
zapatilla lanosa de invierno, Hippon.l.c., SEG 13.13.148 (Atenas V a.C.), Lyc.855, Herod.2.23, Poll.7.85, Hsch., AB 452.
• Etimología: Prob. prést. del lid.

German (Pape)

[Seite 371] ἡ, eine Art Winterschuh von rohem Leder od. Pelz, dessen Haare nach innen gekehrt den Fuß warm halten, Lycophr. 855. 1322; Poll. 7, 85 ὑπόδημα λάσιον, χειμῶνι χρήσιμον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκέρα: -ας, ἡ, χειμερινὸν ὑπόδημα μαλλωτὸν ἔσωθεν, «ἀσκέραι· ὑπόδημα λάσιον, χειμῶνος χρήσιμον» Πολυδ. Ζ΄, 85· - κατὰ τὸν Τζέτζην εἰς Λυκόφρ. 855· «ἀσκέραι οὐ τὰ ὑποδήματα, ἀλλὰ τὰ πιλία, ἤτοι τὰ ὀρτάρια, εἰσὶν» δηλ. εἶδος εὐμαρίδων ἐκ πίλου, οἷα εἶναι τὰ Τουρκικὰ «τερλίκια»· ἴδε Ἱππώνακτα 10 κτλ.: - ὑποκορ. ἀσκερίσκος, ὁ, πληθ. κατὰ μεταπλασμ. ἀσκερίσκα (πρβλ. σαμβαλίσκα) Ἱππῶναξ 9.

Greek Monolingual

ἀσκέρα, η (Α)
χειμερινό υπόδημα με τρίχωμα ή γούνα στο εσωτερικό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκέρα (ιων. ασκέρη) μαρτυρείται στον Ιππώνακτα (ο οποίος χρησιμοποιεί και το υποκορ. ασκερίσκος, -α), στον Λυκόφρωνα κ.ά. Λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την πιθανότερη άποψη, πρόκειται για δάνειο λυδικής προελεύσεως, υπόθεση την οποία ευνοούν τόσο η μορφή της λ., όσο και το γεγονός ότι απαντά δύο φορές στον Ιππώνακτα. Έχουν υποστηριχτεί επίσης οι απόψεις ότι ο τ. ασκέρα αποτελεί πιθ. λ. προελληνική ή τέλος ότι προέρχεται από το ρ. ασκέω].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: winter shoe with fur lining (Hippon.).
Dialectal forms: Ion. . In Attic inscr., Masson, Hipponax 125.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Loanword; Lydian?, s. Kretschmer Glotta 27, 37; Schwyzer 61. Or substr. ? (cf. the Attic inscr.); Fur. 348 compares ἄσκαροι (q.v.).

Frisk Etymology German

ἀσκέρα: {askéra}
Grammar: f.
Meaning: Winterschuh mit Pelzfutter (Hippon., Herod., Lyk.).
Derivative: Deminutivum ἀσκερίσκος m. (Hippon.).
Etymology: Nach Prellwitz zu ἀσκέω; vielmehr Fremdwort (lydisch?, vgl. Kretschmer Glotta 27, 37; s. auch Schwyzer 61).
Page 1,163