χαλκοκορυστής

From LSJ
Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοκορυστής Medium diacritics: χαλκοκορυστής Low diacritics: χαλκοκορυστής Capitals: ΧΑΛΚΟΚΟΡΥΣΤΗΣ
Transliteration A: chalkokorystḗs Transliteration B: chalkokorystēs Transliteration C: chalkokorystis Beta Code: xalkokorusth/s

English (LSJ)

χαλκοκορυστοῦ, ὁ, bronze-armed, equipped with bronze, Il. 5.699, 6.199,398, al.; ὅμιλος Pi.Pae.6.108.

German (Pape)

[Seite 1331] ὁ, mit oder in eherner Rüstung, Il. 5, 699 u. oft.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
couvert d'une armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, κορύσσω.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοκορυστής: οῦ adj. m одетый в медные доспехи (Ἓκτωρ Hom.; Ἄρης HH; Μέμνων Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοκορυστής: -οῦ, ὁ, ὡπλισμένος διὰ χαλκοῦ, Ἰλ. Ε. 699 Ζ. 199, 398, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἱπποκορυστής.

English (Autenrieth)

(κορύσσω): in bronze armor, brazen-clad. (Il.)

Greek Monolingual

ὁ, Α
οπλισμένος με χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + κόρυς «περικεφαλαία» + κατάλ. -της (πρβλ. ἱππο-κορυσ-της). Ο σχηματισμός του τ. με κατάλ. -της αντί του αναμενόμενου χαλκό-κορυς (πρβλ. τρίκορυς) για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

χαλκοκορυστής: -οῦ, ὁ, αυτός που είναι οπλισμένος ή εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

χαλκο-κορυστής, οῦ, ὁ,
armed or equipt with brass, Il.