δαμαλίζω

From LSJ
Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμᾰλίζω Medium diacritics: δαμαλίζω Low diacritics: δαμαλίζω Capitals: ΔΑΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: damalízō Transliteration B: damalizō Transliteration C: damalizo Beta Code: damali/zw

English (LSJ)

poet. = δαμάζω, to subdue, Pi.P.5.121 codd.:—Med., πώλους δαμαλιζομένα E.Hipp.231 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 521] p. = δαμάζω, Pind. P. 5, 121.

French (Bailly abrégé)

dompter, soumettre.
Étymologie: δάμαλις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαμαλίζω [δάμαλις] temmen, ook med.: πώλους... δαμαλιζομένα veulens temmend Eur. Hipp. 231.

Russian (Dvoretsky)

δᾰμᾰλίζω: Pind., med. Eur. = δαμάζω 1.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμᾰλίζω: ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἰσοδύναμος τῷ δαμάζω, καταβάλλω, ὑποτάττω, εὐκτ. -ίζοι Πίνδ. Π. 5. 163. Μέσ., πώλους δαμαλιζομένα Εὐρ. Ἱππ. 231 (λυρ.).

English (Slater)

δαμαλίζω v. καταδαμαλίζω.

Greek Monolingual

(I)
εμβολιάζω με δαμαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
(πρβλ. αγγλ. vaccinate). Η λέξη μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο].
(II)
δαμαλίζω (Α) δαμάλης
δαμάζω (ατίθασα άλογα).

Greek Monotonic

δᾰμᾰλίζω: ποιητ. τύπος του δαμάζω, τιθασεύω, εξημερώνω, υποτάσσω, δαμάζω (ό,τι και στη Ν.Ε.) — Μέσ., σε Ευρ.

Middle Liddell


poet. form of δαμάζω, to subdue, break in: Mid., Eur.