χαρωπός

Revision as of 11:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

χαρωπόν, late form for χαροπός, Man.5.230, Glossaria, f.l. in Arr.Cyn.4,5.

German (Pape)

[Seite 1340] όν, = χαροπός, Arr.; s. Lob. Phryn. p. 106.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρωπός: -όν, μεταγεν. τύπος τοῦ χαροπός, Μανέθων 5. 230· - καὶ χάρωψ, ωπος, ὁ, ἡ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χαρωπός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και χαροπός, -ή, -όν, θηλ. και -ός, ΜΑ
1. αυτός του οποίου τα μάτια, το βλέμμα και η έκφραση του δηλώνουν χαρά
2. συνεκδ. εύθυμος, χαρούμενος
μσν.-αρχ.
(κυρίως για αρπακτικά ζώα) αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια και, κυρίως, αυτός του οποίου τα μάτια ακτινοβολούν από αγριότητα («χαροποί τε λέοντες», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. γλαυκός, γαλανός («χαροποῖς ἐνὶ κύμασι, Κύπριν», Ανθ. Παλ.)
2. (γενικά) φωτεινότατος, πολύ λαμπερός («χαροποῖο σελήνης», Κόϊντ.)
3. (ιδίως για πρόσ.) αυτός που έχει λαμπερά μάτια («φοβερὰ γάρ ἐστι καὶ χαροπή, καὶ δεινῶς ἀνδρική [ενν. η Ἀθηνά]», Λουκιαν.).
επίρρ...
χαρωπά Ν
με χαρά, με ευθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για σύνθ. τ. του οποίου το α' συνθετικό ανάγεται στο ρ. χαίρω (πρβλ. χάρ-μη «επιθυμία για μάχη»), ενώ το β' συνθετικό πρέπει να αναχθεί στο θ. του ὄπωπα, παρά τα προβλήματα που γεννά η γρφ. χαρ-οπός, η οποία στην αρχ. είναι εγκυρότερη από τη γρφ. χαρ-ωπός, που θα ήταν η αναμενόμενη για ένα σύνθ. με β' συνθετικό το ὄπωπα (πρβλ. ἀγριωπός) και η οποία έχει επικρατήσει στη Νέα Ελληνική. Το επίθ. χαροπός, επομένως, μέσω μιας αρχικής σημ. «με βλέμμα γεμάτο χαρά και επιθυμία, με βλέμμα που αστραποβολεί από επιθυμία», έλαβε στη συνέχεια τη σημ. «με βλέμμα άπληστο», σχετικά με ζώα αρπακτικά. Αντιθέτως, παραμένει δυσερμήνευτη η σημ. «κυανός, γλαυκός» του επιθ. Η αναγωγή, τέλος, της λ. στην ΙΕ ρίζα gher- «λάμπω, αστράφτω» δεν θεωρείται πιθανή].