κλεισούρα

From LSJ
Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεισούρα Medium diacritics: κλεισούρα Low diacritics: κλεισούρα Capitals: ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ
Transliteration A: kleisoúra Transliteration B: kleisoura Transliteration C: kleisoyra Beta Code: kleisou/ra

English (LSJ)

ἡ, narrow pass, defile, Procop.Pers.2.29, Suid. (also s.vv. ἐμβολήν, ὀχύρωμα).

Greek Monolingual

η (AM κλεισούρα)
στενή διάβαση μεταξύ δύο βουνών ή μεταξύ δύσβατων τόπων, κλεισώρεια, δερβένι
νεοελλ.
1. δυσοσμία χώρου, το να είναι ένας χώρος κλειστός και να μην αερίζεται («το σπίτι μυρίζει κλεισούρα»)
2. συνεχές κλείσιμο, συνεχής παραμονή μέσα στο σπίτι («δεν αντέχω πια την κλεισούρα»)
μσν.
1. οχύρωμα ή φρούριο κτισμένο κοντά σε στενή διάβαση
2. (στο Βυζ.) μικρή διοικητική περιφέρεια που περιλάμβανε 5-8 μικρότερες διοικητικές περιφέρειες, οι οποίες ονομάζονταν τοποτηρησίες ή βάνδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. clausura κατά παρετυμολογική σύνδεση με το θ. κλεισ- του κλείνω (πρβλ. αόρ. -κλεισ-α) ή κλεισούρα ως μεταφραδάνειο (απόδοση του λατ. clausura στην ελλ.)].