κλεισούρα
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ἡ, narrow pass, defile, Procop.Pers.2.29, Suid. (also s.vv. ἐμβολήν, ὀχύρωμα).
Greek Monolingual
η (AM κλεισούρα)
στενή διάβαση μεταξύ δύο βουνών ή μεταξύ δύσβατων τόπων, κλεισώρεια, δερβένι
νεοελλ.
1. δυσοσμία χώρου, το να είναι ένας χώρος κλειστός και να μην αερίζεται («το σπίτι μυρίζει κλεισούρα»)
2. συνεχές κλείσιμο, συνεχής παραμονή μέσα στο σπίτι («δεν αντέχω πια την κλεισούρα»)
μσν.
1. οχύρωμα ή φρούριο κτισμένο κοντά σε στενή διάβαση
2. (στο Βυζ.) μικρή διοικητική περιφέρεια που περιλάμβανε 5-8 μικρότερες διοικητικές περιφέρειες, οι οποίες ονομάζονταν τοποτηρησίες ή βάνδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. clausura κατά παρετυμολογική σύνδεση με το θ. κλεισ- του κλείνω (πρβλ. αόρ. ἔ-κλεισ-α) ή κλεισούρα ως μεταφραδάνειο (απόδοση του λατ. clausura στην ελλ.)].