ἐκδιηγέομαι
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
tell in detail, Hp.Prog.I, Arist.Rh.Al.1434b4, Ph.2.118, LXX Jb.12.8, etc.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. ind. 3a plu. ἐκδιηγεῦνται Aret.SA 1.5.2; impf. sin aum. 3a plu. ἐκδιηγοῦντο Ph.2.89]
1 explicar con detalle c. ac. de cosa o abstr. ὁκόσα τε παραλείπουσιν οἱ ἀσθενέοντες ἐκδιηγούμενος Hp.Prog.1, τὰς προφάσεις Anaximen.Rh.1434b4, τὴν τέχνην D.H.Is.15.4, τὴν ἡλικίαν Gal.6.59, τὰς αἱρέσεις Hippol.Haer.9.6
•abs. hacer un relato detallado καὶ ἐξαναστάντες ἐκδιηγεῦνται, ὡς ... παταχθέντες y al volver en sí hacen un relato detallado, como si de verdad hubieran sido atacados ref. a epilépticos, Aret.l.c.
2 en cont. narrativo contar, narrar ἃ ἑόρακα ἐκδιηγήσομαι LXX Si.42.15, cf. 44.8, Hb.1.5, τὰ συμβάντα Ph.l.c., cf. 118, τὰς συμφοράς I.BI 5.567, τὰ παρὰ τοῦ ἀγγέλου I.AI 5.279, τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνῶν Act.Ap.15.3, cf. Hld.8.9.20.
German (Pape)
[Seite 757] ganz, durch-, auserzählen, Sp., wie Ios.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδιηγέομαι: рассказывать, излагать (τὰς προφάσεις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιηγέομαι: ἀποθ., διηγοῦμαι λεπτομερῶς, Ἱππ. Προγν. 36, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλεξ. 23, 3· καὶ τί δεῖ κατὰ μέρος ἐκδιηγεῖσθαι τὰς συμφοράς; Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 7.
English (Strong)
from ἐκ and a compound of διά and ἡγέομαι; to narrate through wholly: declare.
English (Thayer)
ἐκδιηγοῦμαι; deponent middle; properly, to narrate in full or wholly; universally, to relate, tell, declare: τί, Aristotle, rhet. Alex. 23, p. 1434{b}, 4); Josephus, (Philo), Galen (others); the Sept..)
Chinese
原文音譯:™kdihgšomai 誒克-笛-誒給哦買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:出去-經過-帶領
字義溯源:詳盡敘說,仔細說明,詳述,完全宣告,告訴,傳說;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(διά)*=通過)及(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領)組成;而 (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)。參讀 (ἀγγέλλω)同義字
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 詳述(1) 徒15:3;
2) 告訴(1) 徒13:41
French (New Testament)
-οῦμαι
raconter en détail ; relater
[ἐξ, διηγέομαι]