διανέμησις

From LSJ
Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανέμησις Medium diacritics: διανέμησις Low diacritics: διανέμησις Capitals: ΔΙΑΝΕΜΗΣΙΣ
Transliteration A: dianémēsis Transliteration B: dianemēsis Transliteration C: dianemisis Beta Code: diane/mhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, distribution, Arist.Mu.401b13, J.AJ4.8.22, Corn.ND13, Plu.Ant.54.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 reparto, distribución ref. al destino Νέμεσιν δὲ (οὖσαν) ἀπὸ τῆς ἑκάστῳ διανεμήσεως Arist.Mu.401b13, cf. Corn.ND 13, ἡ κατὰ τὴν εἱμαρμένην δ. Placit.1.28.3 (= Democr.A 125), fil. ἡ τῶν ὅλων ποιητικὴ δ. la distribución creadora del universo Attic.2.6, τομὴ ἢ δ. ἢ διάκρισις Ph.1.434, de bienes materiales δ. τῶν σπανιζόντων ... χήραις καὶ ... ὀρφανοῖς I.AI 4.240, ἡ δ. ἣν ἐποιήσατο τοῖς τέκνοις Plu.Ant.54, οὐδὲ δήμευσις ἀλλοτρίων οὐδὲ κοινῶν δ. Plu.2.818c, τῶν χρημάτων App.BC 3.89, ἡ ἐκ πα[λαι] οῦ τῶν ἀρουρῶν δ. CPR 7.13.18, del trabajo de reparación de diques entre distintos pueblos afectados SB 12108.10 (ambos III/IV d.C.), ἀναλόγως τὴν διανέμησιν ποιούμενος Cyr.Al.Luc.1.287
distribución, disposición τῶν τοῦ ἀνθρώπου ὀδόντων ἡ τετραχῆ δ. ὀγδοαδική πώς ἐστι Theol.Ar.55.
2 transferencia de propiedad πράσεις ... ἢ ἄλλως διανεμήσεις καὶ εἰς ἕτερα πρόσωπα μεθίστανται κτήσεις Iust.Nou.17.8.1.

German (Pape)

[Seite 592] ἡ, die Vertheilung, Plut. Anton. 54 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
partage, distribution.
Étymologie: διανέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διανέμησις -εως, ἡ [διανέμω] verdeling.

Russian (Dvoretsky)

διανέμησις: εως ἡ раздел, распределение (κοινῶν Plut.; Νέμησις ἀπὸ τῆς ἑκάστῳ διανεμήσεως, sc. κέκληται Arst.).

Greek Monotonic

διανέμησις: -εως, ἡ (διανέμω), διανομή, διαχωρισμός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διανέμησις: -εως, ἡ, διανομή, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 5, Πλούτ. Ἀντων. 54.

Middle Liddell

διανέμησις, εως n διανέμω
a distribution, Plut.