εὐδίαιτος
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ον, living temperately, opp. πολυδάπανος, X.Ap.19,cf. Poll.6.27, etc.
German (Pape)
[Seite 1061] gut, mäßig lebend, Xen. Apol. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit avec tempérance.
Étymologie: εὖ, δίαιτα.
Russian (Dvoretsky)
εὐδίαιτος: ведущий умеренную жизнь, воздержный Xen.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδίαιτος: -ον, ἐγκρατῶς διαιτώμενος, Ξεν. Ἀπολλ. 19, Πολυδ. Ϛ΄, 27, κλ.
Greek Monolingual
εὐδίαιτος, -ον (Α)
αυτός που ζει με εγκράτεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής») πρβλ. ομοδίαιτος, οικοδίαιτος, λιτοδίαιτος].
Greek Monotonic
εὐδίαιτος: -ον (δίαιτα), αυτός που ζει με εγκράτεια, με μέτρο, σε Ξεν.
Middle Liddell
δίαιτα
living temperately, Xen.