πεντηκοντακάρηνος

From LSJ
Revision as of 11:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοντακάρηνος Medium diacritics: πεντηκοντακάρηνος Low diacritics: πεντηκοντακάρηνος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: pentēkontakárēnos Transliteration B: pentēkontakarēnos Transliteration C: pentikontakarinos Beta Code: penthkontaka/rhnos

English (LSJ)

[κᾰ], ον, fifty-headed, Hes. Th. 312 (-κέφᾱλον (sic) codd.).

German (Pape)

[Seite 558] funfzigköpfig, Hes. Th. 312.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinquante têtes.
Étymologie: πεντήκοντα, κάρηνον.

Russian (Dvoretsky)

πεντηκοντακάρηνος: v.l. πεντηκοντακέφαλος 2 (κᾰ) пятидесятиглавый (Ἀΐδεω κύων Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων 50 κεφαλάς, Ἡσ. Θ. 312.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρικάρηνος)].

Greek Monotonic

πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον (κάρηνον), αυτός που έχει πενήντα κεφάλια, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

πεντηκοντᾰ-κάρηνος, ον, κάρηνον
fifty-headed, Hes.