καταῖτυξ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
ῠγος, ἡ, leather helmet, without φάλος or λόφος, Il.10.258.
German (Pape)
[Seite 1351] υγος, ἡ (nach dem Schol. ἀπὸ τοῦ κατω τετύχθαι, vgl. Lob. par. 282), eine Sturmhaube von Leder; Il. 10, 258 ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκε ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλοφον, ἥ τε κατ. κέκληται.
French (Bailly abrégé)
υγος (ἡ) :
casque bas, sans panache.
Étymologie: καταί = κατά, τεύχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταῖτυξ -υγος, ἡ leren helm (zonder helmbos).
Russian (Dvoretsky)
καταῖτυξ: υγος ἡ τεύχω кожаный шлем (низкий, без φάλος и λόφος) Hom.
Greek (Liddell-Scott)
καταῖτυξ: -ῠγος, ἡ, χαμηλὴ περικεφαλαία ἢ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς («σκοῦφος») ἐκ δέρματος ταύρου ἄνευ φάλου ἢ λόφου, Ἰλ. Κ. 258. (Ἐκ τῆς κατὰ καὶ ἴσως τοῦ τυκτός, τεύχω).
English (Autenrieth)
υγος, leather helmet or skull-cap, Il. 10.258†. (See cut No. 115.)
Greek Monolingual
καταῑτυξ, -υγος, ἡ (Α)
περικεφαλαία χαμηλή, κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος η κατάλ. του οποίου θυμίζει το ἄντυξ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική ερμηνεία τών αρχ. σχολιαστών καταῖτυξ παρὰ τὸ «κάτω τετύχθαι» θεωρείται παρετυμολογία. Εικάζεται σημιτική προέλευση της λ.].
Greek Monotonic
καταῖτυξ: -ῠγος, ἡ, χαμηλή περικεφαλαία ή σκούφος του κεφαλιού από δέρμα ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
-υγος
Grammatical information: f.
Meaning: name of a leather helmet without φάλος or λόφος (Κ 258).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably], LW [loanword] Sem.X
Etymology: Reminds in formation of ἄντυξ; the explanation of the scholl. παρὰ τὸ κάτω τετύχθαι λόφον γὰρ οὑκ ἔχει is useless, as it is clearly constructed from the text. Whether the kernel is correct, we cannot decide (s. Trümpy Fachausdrücke 45). - Acc. to Bechtel Lex. s. v. a loan; Semitic connection proposed by Lewy KZ 55, 29f.
Middle Liddell
καταῖτυξ, ῠγος, ἡ,
a low helmet or skull-cap of neat's leather, Il. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
καταῖτυξ: (-υγος)
{kataĩtuks}
Grammar: f.
Meaning: Ben. eines ledernen Helms ohne φάλος und λόφος (Κ 258), etwa Schirmhaube, Sturmhut.
Etymology: Erinnert der Bildung nach an ἄντυξ; die von den Scholl. gegebene Erklärung παρὰ τὸ κάτω τετύχθαι· λόφον γὰρ οὐκ ἔχει ist indessen wertlos, da sie offenbar aus dem Text erschlossen ist. Ob sie trotzdem dem Kerne nach richtig ist, läßt sich wegen unserer Unkenntnis der betreffenden Kopfbedeckung (vgl. Trümpy Fachausdrücke 45) nicht entscheiden. — Nach Bechtel Lex. s. v. Lehnwort; unbefriedigende semitische Anknüpfung bei Lewy KZ 55, 29f.
Page 1,800