προσαποκτείνω
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
kill besides, X.Cyr.5.3.6, Plu.Dio 58, Palaeph.31.
German (Pape)
[Seite 751] (s. κτείνω), noch dazu tödten; Xen. Cyr. 5, 3, 6; Plut. Dion. 58.
French (Bailly abrégé)
tuer encore ou en outre.
Étymologie: πρός, ἀποκτείνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αποκτείνω ook nog doden.
Russian (Dvoretsky)
προσαποκτείνω: сверх того убивать Plut.: οὐχ ὅτι ἀπέκτεινά σου τὸν υιὸν μεταμέλει μοι, ἀλλ᾽ ὅτι οὐ καὶ σὲ προσαπέκτεινα Xen. (царь заявил Гобрию): я сожалею не о том, что убил твоего сына, а о том, что не убил вместе (с ним) и тебя.
Greek Monolingual
Α
φονεύω και κάποιον άλλο ακόμη («οὐχ ὅτι ἀπέκτεινά σου τὸν ὑὸν μεταμέλει μοι, ἀλλ' ὅτι οὐ καὶ σὲ προσαπέκτεινα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποκτείνω «φονεύω, θανατώνω»].
Greek Monotonic
προσαποκτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω επιπλέον, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποκτείνω: ἀποκτείνω προσέτι, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 6, Πλουτ. Δίων 58.