ζυγῖτις
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ιδος, fem. of ζύγιος ΙΙ, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.144B.
German (Pape)
[Seite 1140] Ἀφροδίτη, = ζυγία, Phot. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ζυγῖτις: -ιδος, = ζυγία, Ἀφροδίτη Νικόμ. Γερασ. ἐν τῇ Φων. Βιβλ. 144. 6.
Greek Monolingual
ζυγῑτις, ἡ (Α)
(αντί του ζυγία, θηλ. του επιθ. ζύγιος) (για θεότητες, κυρίως την Ήρα και την Αφροδίτη) αυτή που προστατεύει τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ζυγίτης, παράλλ. τ. του ζύγιος.