κρυψιμέτωπος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
κρυψιμέτωπον, hiding the forehead, Luc.Lex.7.
German (Pape)
[Seite 1517] die Stirn verbergend, Luc. Lexiph. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cache le visage.
Étymologie: κρύπτω, μέτωπον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυψιμέτωπος -ον [κρύψις, μέτωπον] die het gezicht verbergt.
Russian (Dvoretsky)
κρυψῐμέτωπος: ὁ (sc. κρατήρ) кубок с большим раструбом (досл. закрывающий чело) Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κρυψιμέτωπος: -ον, ὁ κρύπτων τὸ μέτωπον, Λουκ. Λεξιφ. 7.
Greek Monolingual
κρυψιμέτωπος, -ον (Α)
αυτός που κρύβει το μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -μέτωπος (< μέτωπον), πρβλ. αντιμέτωπος, λευκομέτωπος].