ἡσυχαστής

From LSJ
Revision as of 12:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχαστής Medium diacritics: ἡσυχαστής Low diacritics: ησυχαστής Capitals: ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ
Transliteration A: hēsychastḗs Transliteration B: hēsychastēs Transliteration C: isychastis Beta Code: h(suxasth/s

English (LSJ)

ἡσυχαστοῦ, ὁ, hermit, Just. Nov.5.3.

German (Pape)

[Seite 1178] ὁ, der Einsiedler, der still lebende Mönch, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσῠχαστής: -οῦ, ὁ, ἐρημίτης, μοναχός, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 29Ε, κλ. 2) ὁ ἐπιστάτης σιγῇς ἐν μοναστηρίῳ, ὁ καὶ σιλεντιάριος λεγόμενος ἐκ τοῦ Λατ. silentiarius, Ψευδο-Βασιλ. ΙΙΙ. 1312Β, C, 1313Β.

Greek Monolingual

ο (Μ ἡσυχαστής, θηλ. ἡσυχάστρια) ησυχάζω
1. μοναχός, ερημίτης αναχωρητής που ησυχάζει, που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και ζει σε απομόνωση
2. αυτός που έχει ως έργο την τήρηση της τάξεως στο μοναστήρι, αλλ. σιλεντιάριος
μσν.
1. (και στον πληθ.) οἱ ἡσυχασταί
μυστικιστές μοναχοί του Αγίου Όρους κατά τον 14ο αιώνα που δογμάτιζαν την ένωση με το θείο φως σε κατάσταση υπνωτισμού και εκστάσεως
2. θηλ.ἡσυχάστρια α) μοναχή, καλογριά
β) (κατά τον Ησύχ. και το λεξικό Σούδα) η καθησυχάζουσα, η επιφέρουσα την ησυχία, τη γαλήνη, την ηρεμία.