παρευθύνω

From LSJ
Revision as of 12:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρευθύνω Medium diacritics: παρευθύνω Low diacritics: παρευθύνω Capitals: ΠΑΡΕΥΘΥΝΩ
Transliteration A: pareuthýnō Transliteration B: pareuthynō Transliteration C: parefthyno Beta Code: pareuqu/nw

English (LSJ)

control, χερσί S.Aj.1069.

German (Pape)

[Seite 519] Einen vom graden Wege seitablenken; daher Einen zwingen, nach meinem Willen zu handeln, χερσὶ παρευθύνοντες, Soph. Ai. 1069, Schol. παρεκκλίνειν, VLL. erkl. παραφέρειν, βιάζεσθαι.

French (Bailly abrégé)

propr. diriger hors du droit chemin, càd diriger à son gré.
Étymologie: παρά, εὐθύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ευθύνω (in een richting) sturen.

Russian (Dvoretsky)

παρευθύνω: направлять в сторону, отводить, т. е. принуждать (χερσί Soph.).

Greek Monolingual

Α
1. οδηγώ, κατευθύνω κάποιον όπου θέλω, τον οδηγώ κατά βούληση
2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐθύνω (< εὐθύς)].

Greek Monotonic

παρευθύνω: οδηγώ, αναγκάζω κάποιον να κάνει αυτό που θέλω, επιβάλλω τη γνώμη μου, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παρευθύνω: εὐθύνω, ὁδηγῶ τινα ὅπου θέλω, ἄγω αὐτὸν κατὰ βούλησιν, χερσὶ παρευθύνοντες Σοφ. Αἴ. 1069· πρβλ. ἀπ-, κατευ-θύνω.

Middle Liddell

to direct, constrain, Soph.