σταδαῖος

From LSJ
Revision as of 13:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδαῖος Medium diacritics: σταδαῖος Low diacritics: σταδαίος Capitals: ΣΤΑΔΑΙΟΣ
Transliteration A: stadaîos Transliteration B: stadaios Transliteration C: stadaios Beta Code: stadai=os

English (LSJ)

α, ον, (στάδην) standing erect or upright, Ζεὺς σ., in act to hurl his bolt, A.Th.513; ἔγχη σ. pikes for close fight, opp. missiles (cf. στάδιος 1.1), Id.Pers.240; σ. σῶμα firm, steady, of the cube, Ti. Locr.98c; βάθος βραδὺκαὶ σ., of water, Aristid.Quint.2.9; σταδαία πάλη, μάχη, prob.l. in Philostr.VS1.22.4, J.BJ6.2.6, for σταδιαία; μάχη σ. v.l. in Th.4.38, for σταδία.

German (Pape)

[Seite 926] gerade od. aufrecht stehend; Ζεύς, als Wappen auf dem Schilde, Aesch. Spt. 495; σῶμα, Tim. Locr. 98 c; ἔγχη σταδαῖα, Waffen, mit denen man in offener Feldschlacht, ἐν σταδίᾳ μάχῃ, kämpft, Aesch. Pers. 236; μέλος, sanftes, ruhig gehendes Lied, Hesych.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui convient à l'attitude droite : σταδαῖα ἔγχη ESCHL armes pour combattre de pied ferme ; Ζεὺς σταδαῖος ESCHL Zeus qui préside aux combats de pied ferme.
Étymologie: στάδην.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταδαῖος -α -ον [ἵσταμαι] staand:; μάχη σταδαία staand gevecht, d.w.z. gevecht van man tegen man (in het gelid) Thuc. 4.38.5; vandaar geschikt voor gevechten van man tegen man:. ἔγχη speren Aeschl. Pers. 240. rechtop:. Aeschl. Sept. 513.

Russian (Dvoretsky)

στᾰδαῖος:
1 прямо держащийся, выпрямленный: σταδαῖος ἧσται Aesch. он сидит прямо; ἔγχη σταδαῖα Aesch. отвесно стоящие копья;
2 стойкий, устойчивый (σῶμα, sc.κύβος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

στᾰδαῖος: -α, -ον, (στάδην) ὁ ἱστάμενος ὄρθιος, Ζεὺς στ., ἕτοιμος νὰ ἐξακοντίσῃ τὸν κεραυνόν του, Αἰσχύλ. Θήβ. 513˙ στ. ἔγχη, δόρατα πρὸς τὴν ἐκ τοῦ συστάδην μάχην, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μακρόθεν βαλλόμενα (πρβλ. στάδιος Ι), ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 240˙ στ. σῶμα, σταθερόν, εὐσταθές, ἐπὶ τοῦ κύβου, Τίμ. Λοκρ. 98C, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που στέκεται όρθιος («... Ζεὺς πατὴρ ἐπ' ἀσπίδος σταδαῖος ἧσται», Αισχύλ.)
2. φρ. α) «ἔγχη σταδαῖα» — δόρατα με τα οποία γινόταν η μάχη εκ του συστάδην σε ανοιχτό πεδίο
β) (για τον κύβο) «σταδαῖον σῶμα» — σώμα σταθερό, που στηρίζεται στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθημα έχει σχηματιστεί από το επίρρ. στάδην + κατάλ. -αῖος (πρβλ. και το επίθ. στάδιος)].

Greek Monotonic

στᾰδαῖος: -α, -ον (στάδην), αυτός που στέκει όρθιος ή ευθύς, ολόρθος, στητός, σε Αισχύλ.· σταδαῖα ἔγχη, δόρατα για μάχη εκ του συστάδην, σώμα με σώμα, σε αντίθ. προς αυτά που εξακοντίζονται (πρβλ. στάδιος I), στον ίδ.

Middle Liddell

στᾰδαῖος, η, ον στάδην
standing erect or upright, Aesch.; στ. ἔγχη pikes for close fight, opp. to missiles (cf. στάδιος 1), Aesch.