δακρυώδης

From LSJ
Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρυώδης Medium diacritics: δακρυώδης Low diacritics: δακρυώδης Capitals: ΔΑΚΡΥΩΔΗΣ
Transliteration A: dakryṓdēs Transliteration B: dakryōdēs Transliteration C: dakryodis Beta Code: dakruw/dhs

English (LSJ)

δακρυῶδες,
A exuding a watery fluid, ἕλκος δ. καὶ ἀνεκπύητον Hp. Fract.25; running at the eyes, Hippiatr.1, al.
2 tear-like, συρροή, of the bulbils of κρίνον (cf. δάκρυον 1.2), Thphr. HP 6.6.8.
II tearful, lamentable, Luc.Vit.Auct.14.

Spanish (DGE)

-ες
1 lacrimoso ἐς ὄμματα δ. ἀπόστασις ἔρχεται Hp.Coac.553, ὀφθαλμοί Hippiatr.1.3 (cód.)
que destila un líquido acuoso ἕλκος Hp.Fract.25
de plantas que es como la lágrima, como de savia συρροή Thphr.HP 6.6.8, ὑγρότης Thphr.HP 9.1.2.
2 llorón ὀδυνηροὶ καὶ δακρυώδεις de los borrachos, Basil.M.31.449B
flébil, lacrimoso ἔννοιαι Diad.Perf.68, 73, φωναί Isid.Pel.Ep.M.78.305A.
3 fig. lamentable τὰ ἀνθρωπήϊα πρήγματα ὀϊζυρὰ καὶ δακρυώδεα Luc.Vit.Auct.14.

German (Pape)

[Seite 520] ες, thränenreich, Theophr.; thränenvoll, kläglich, Luc. Vit. auct. 14.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
lamentable.
Étymologie: δάκρυ, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρυώδης -ες [δάκρυ, -ειδης] traanachtig, waterig; overdr.: πρήγματα... δακρυώδεα verdrietige zaken Luc. 27.14.

Russian (Dvoretsky)

δακρυώδης: достойный слез, плачевный (τὰ ἀνθρώπινα πρήγματα Luc.).

Greek Monolingual

-ες (AM δακρυώδης, -ες)
όμοιος με δάκρυ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα δακρυώδη
κομμιοφόρα φυτά του γένους αμυριδοειδή
αρχ.
1. ο αξιοθρήνητος
2. (για έλκη και πληγές) αυτός από τον οποίο εκκρίνεται υδατώδες υγρό.

Greek Monotonic

δακρυώδης: -ες (εἶδος), αξιοθρήνητος, αξιοδάκρυτος, γεμάτος δάκρυα, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

δακρυώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς δάκρυα, δ. συρροή Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 6, 8· ― ἐπὶ πληγῆς ἢ ἕλκους, ὁπόθεν ἀντὶ πύου ἐκρέει εἶδός τι ὑδατώδους χυμοῦ, δ. καὶ ἀνεκπύητον Ἱππ. Ἀγμ. 767. ΙΙ. πλήρης δακρύων, ἀξιοθρήνητος, Λουκ. Β. Πρ. 14.

Middle Liddell

εἶδος
tearful, lamentable, Luc.