παιδαριώδης
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
παιδαριῶδες, childish, puerile, Pl.Phlb. 14d, Arist. Pol.1270b28, Metaph.995a5, Nicoch.21, Plb.12.4B.1 (Sup.); τὸ παιδαριωδέστατον = the most puerile style, Longin.4.1. Adv. παιδαριωδῶς Plb.27.2.10, Phld.Mus.p.91 K., Gal.14.224.
German (Pape)
[Seite 439] ες, nach kleiner Kinder Art, was sich für kleine Kinder schickt; παιδαριώδη καὶ ῥᾴδια vrbdt Plat. Phil. 14 d; stärker: kindisch, unverständig, οὐ μόνον ἀνιστόρητον, ἀλλὰ καὶ παιδαριώδη, Pol. 12, 3, 1; τὸ ἀκόλαστον καὶ παιδαριῶδες, Plut. Ages. 26; Cat. min. 7. – Adv. παιδαριωδῶς, Pol. 27, 2, 10.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
d'enfant, enfantin, puéril.
Étymologie: παιδάριον, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδαριώδης -ες [παιδάριον] kinderachtig.
Russian (Dvoretsky)
παιδᾰριώδης: детский, ребяческий (π. καὶ ῥάδιος Plat.; ἀκόλαστος καὶ π. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παιδᾰριώδης: -ες, (εἶδος) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «παιδιακίσιος», Πλάτ. Φίληβ. 14D, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 23, Μετὰ τὰ Φυσ. 1 (ΕΛΑΤΤΟΝ) 3, 1, Νικοχάρ. ἐν Ἀδήλ. 7˙ τὸ παιδαριωδέστατον, ἐπὶ ὕφους, Λογγῖν. 4. 1. Ἐπίρρ. -δῶς, Πολύβ. 27. 2, 10.
Greek Monolingual
-ες (Α παιδαριώδης, -ῶδες) παιδάριον
αυτός που αρμόζει σε μικρό παιδί, στερημένος σοβαρότητας, παιδιακήσιος, παιδιαρίστικος («παιδαριώδης συμπεριφορά»).
επίρρ...
παιδαριωδώς (Α παιδαριωδῶς)
με παιδαριώδη τρόπο, χωρίς σοβαρότητα.
Greek Monotonic
παιδᾰριώδης: -ες (εἶδος), παιδιάστικος, παιδαριώδης, σε Πλάτ.
Middle Liddell
παιδᾰριώδης, ες εἶδος
childish, puerile, Plat.
Translations
childish
Aghwan: 𐕘𐔰𐕙𐔴𐕒𐕡𐕎𐕒𐕡𐕎; Armenian: երեխայական, մանկական, տհաս; Belarusian: дзіцячы, інфантыльны; Bulgarian: детински, инфантилен; Chinese Mandarin: 幼稚, 孩子氣, 孩子气; Czech: dětinský; Dutch: kinderachtig, infantiel; Esperanto: infanaĵa; Estonian: lapsik; Finnish: lapsellinen; French: puéril, gamin; German: kindisch; Greek: παιδιάστικος, παιδαριώδης; Ancient Greek: βρεφικός, βρεφῶδες, βρεφώδης, μειρακιῶδες, μειρακιώδης, νηπίαχος, νηπιαχῶδες, νηπιαχώδης, νηπίεος, νηπιοπρεπής, νήπιος, νηπιόφρων, νηπύτιος, παιδαρικός, παιδαριῶδες, παιδαριώδης, παιδικός, παιδνός; Hebrew: ילדותי; Hungarian: gyerekes; Ido: puerala, pueratra; Indonesian: kekanak-kanakan; Irish: leanbaí, páistiúil; Italian: infantile, bambinesco, puerile; Japanese: 幼稚, 子供っぽい, 子供じみた; Khmer: ង៉ែត; Latin: puerilis; Lithuanian: vaikiškas; Macedonian: детински, детинест; Malayalam: ബാലിശ, ബാലിശമായ; Manchu: ᠵᡠᠰᡝᡴᡳ; Maori: ngākau pāpaku; Middle English: childissh; Norwegian Bokmål: barnslig; Nynorsk: barnsleg; Old English: ċildisċ; Old Norse: bernskr, bernskligr; Persian: بچهگانه; Polish: dziecinny, infantylny; Portuguese: infantil, imaturo; Romanian: copilăros, imatur, pueril, infantil; Russian: ребяческий, инфантильный, детский; Slovene: otróčji; Sorbian Lower Sorbian: źiśecy; Spanish: infantil, infantiloide, pueril, aniñado, niñato; Swedish: barnslig, pueril; Turkish: çocuksu, çocuğumsu; Ukrainian: дитинячий, дитячий, інфантильний; Welsh: plentynnaidd