ἐξέργω

Revision as of 11:58, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Att. ἐξείργω, A fut. -είρξω Ar.Ach.825:—shut out from a place, debar, ἐξέργειν τινά Hdt.3.51, etc.; ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς, E.Heracl.20, 25; ἐξ ἀγορᾶς, ἐκ τοῦ ἄστεος, Pl.Lg.936c; ἀπὸ τοῦ βήματος Aeschin.1.32; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.6.16; ἐκ τοῦ θεάτρου D.21.178; ἐ. θύραζε drive away and shut him out of doors, Ar.Ach.825, cf. D.18.169:—Pass., ἐξείργεσθαι πάντων Th.2.13; ἐξειργόμενοι δίκης Plu.Rom. 23.
2 prevent, preclude, καιρὸν ἐ. λόγος S.El.1292; τῶνδ' οὐδὲν ἐξείργει νόμος E.Andr.176; ἐ. δέει τὸ δίκην λαμβάνειν D.21.124: abs., ὅταν μὴ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ X.Oec.4.13:—Pass., πολέμοις ἐξειργόμενοι Th.1.118; ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται Arist.Cat.13a31: c. inf., to be hindered from doing, D.H.Th.15.
3 constrain, compel, τινὰ πληγαῖς Pl.Lg.935c:—Pass., ἀναγκαίῃ ἐξέργεσθαι ἔς τι to be constrained by necessity to undertake a thing, Hdt.7.96: c. inf., ἀναγκαίῃ ἐ. γνώμην ἀποδέξασθαι ib.139; ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος Id.9.111; νόμῳ Th.3.70.

German (Pape)

[Seite 877] ion. = ἐξείργω, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἐξείργω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξέργω: ион. = ἐξείργω II.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέργω: Ἀττ. ἐξείργω, ἀποκλείω τινὰ ἔκ τινος, ἐξέργειν κελεύοντος Ἡρόδ. 3. 31, κτλ.· ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς Εὐρ. Ἡρακλ. 20, 25· τῆς ἀγορᾶς Πλάτ. Νόμοι 936C· τοῦ βήματος Αἰσχίν. 5. 15· ἐκ τῶν ἱερῶν Λυσίας, 104. 37· ἐκ τοῦ θεάτρου Δημ. 572. 12· ἐξ. θύραζε, ἀποδιώκειν τινὰ καὶ κλείειν αὐτὸν ἔξω τῆς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 825: - Παθ., ἐξείργεσθαι πάντων Θουκ. 2. 13· ἐξειργμένοι δίκης Πλουτ. Ρωμ. 23. 2) κωλύω, χρόνου γὰρ ἄν σοι καιρὸν ἐξείργοι λόγος Σοφ. Ἠλ. 1292· τῶν δ’ οὐδὲν ἐξείργει νόμος Εὐρ. Ἀνδρ. 176· ἐξ. δέει τὸ δίκην λαμβάνειν Δημ. 555. 15· ἀπολ., Ξεν. Οἰκ. 4, 13: - Παθ., πολέμοις ἐξείργεσθαι Θουκ. 1. 118· ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται Ἀριστ. Κατηγ. 10, 29· μετ’ ἀπαρ., ἐμποδίζομαι ἀπὸ τοῦ νὰ πράξω τι, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 14. 6. 3) βιάζω, ἀναγκάζω, τινα Πλατ. Νόμοι 935C. Παθ., τῶν ἐγώ, οὐ γὰρ ἀναγκαίῃ ἐξέργομαι ἐς ἱστορίης λόγον, οὐ παραμέμνημαι, τούτων τὰ ὀνόματα δὲν μνημονεύω, διότι δὲν εἶμαι ἐξ ἀνάγκης ὑπόχρεως νὰ πράξω τοῦτο χάριν τῆς ἱστορίας μου, Ἡρόδ. 7. 96· μετὰ ἀπαρ., ἐνταῦθα ἀναγκαίῃ ἐξέργομαι γνώμην ἀποδέξασθαι, ἐνταῦθα κωλύομαι ἐξ ἀνάγκης, κτλ., αὐτόθι 139· ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος, ὁ αὐτὸς 9. 111· νόμῳ Θουκ. 3. 70.

Greek Monolingual

ἐξέργω> αττ. τ. ἐξείργω (Α) έργω
1. αποκλείω
(«τούτους οὖν ἐξείργει ἀπὸ τοῦ βήματος», Αισχίν.)
2. διώχνω κάποιον, τον κλείνω έξω
(«τοὺς συκοφάντας οὐ θύραζ' ἐξείρξετε;», Αριστοφ.)
3. εμποδίζωοὐδέν ἐξείργει νόμος», Ευρ.)
4. αναγκάζω, υποχρεώνω.

Greek Monotonic

ἐξέργω: Αττ. ἐξ-είργω,
1. κλείνω έξω από ένα μέρος, αποκλείω, αποστερώ κάποιον από κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐξείργειν τινὰ χθονός, σε Ευρ.· ἐκ τοῦ θεάτρου, σε Δημ. — Παθ., ἐξείργεσθαι πάντων, σε Θουκ.
2. αποκλείω, αποστερώ, εμποδίζω, συγκρατώ, αποτρέπω, κωλύω, σε Σοφ., Ευρ.
3. αναγκάζω — Παθ., είμαι αναγκασμένος, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

attic ἐξ-είργω
1. to shut out from a place, debar, Hdt., etc.; ἐξείργειν τινα χθονός Eur.; ἐκ τοῦ θεάτρου Dem.:—Pass., ἐξείργεσθαι πάντων Thuc.
2. to debar, hinder, prevent, preclude, Soph., Eur.
3. to force:—Pass. to be constrained, Hdt., Thuc.