ἐξοπλίζω
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
A arm completely, Hdt.7.100, X.Cyr.4.5.22, al.; poet., ἐ. Ἄρη A.Supp.683, 702, cf. 99 (all lyr.):—Med. and Pass., arm oneself, στολήν.. λέοντος, ᾗπερ.. ἐξωπλίζετο, of Hercules, E.HF466; get under arms, stand in armed array, Id.IT302; ὄπισθεν τῶν ἁρμαμαξῶν ἐξοπλίσθητε X.Cyr. 6.3.32; ἐξωπλισμένος fully armed, Ar.Lys.454, Pl.R. 555d, etc.
2 generally, ἐξωπλισμένος fully prepared, ready, Ar.Pax566; μᾶζα.. πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη Antiph.226.2, cf. 217.19.
II disarm, deprive, Καίσαρα τῆς στρατιᾶς App.BC2.28, cf. Max.Tyr.29.3,40.5.
German (Pape)
[Seite 887] 1) ausrüsten, vollständig bewaffnen, Her. 7, 100; Ἄρη Aesch. Suppl. 666. 683; im med., Eur. I. T. 302 u. öfter, wie Xen. u. A.; ἐξωπλισμένοι Plat. Rep. VIII, 555 d, wie Ar. Lys. 454. Dah. bei Xen. die Soldaten unter Waffen treten u. aus dem Lager ausrücken lassen, u. im med. unter Waffen treten u. ausrücken, z. B. An. 1, 8, 3. – Übertr., σφῦρα ἐξωπλισμένη Ar. Pax 566; μᾶζα πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη Antiphan. bei Ath. II, 60 d. – 2) entwaffnen, App. B. C. 2, 28.
French (Bailly abrégé)
1 armer complètement, de pied en cap;
2 p. ext. faire mettre sous les armes ; fig. préparer, tenir prêt;
Moy. ἐξοπλίζομαι s'armer, s'équiper.
Étymologie: ἐξ, ὁπλίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοπλίζω: вооружать (с головы до ног) (ὡς ἐς πόλεμον Her.; ἐξοπλίζεσθαι καὶ καθίστασθαι εἰς τὴν τάξιν Xen.): κάρᾳ λέοντος ἐξοπλίζεσθαι Eur. надеть на себя голову (со шкурой убитого) льва; ἐξωπλισμένος Arph., Plat., Plut. (находящийся) в полном вооружении или в полной боевой готовности.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοπλίζω: ἐντελῶς ὁπλίζω, Ἡρόδ. 7. 100, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 22 κ. ἀλλ.· ποιητ., ἐξ Ἄρη Αἰσχύλ. Ἱκ. 682, 702, πρβλ. 97: - Μέσ. καὶ Παθ. ὁπλίζω ἐμαυτόν, κάρᾳ λέοντος ἧπερ... ἐξωπλίζετο, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 466· κἀν τῷδε πᾶς τις... ἐξωπλίζετο, ὥπλιζεν ἑαυτόν, ὁ αὐτὸς, Ι. Τ. 302· παρατάσσομαι ἐξωπλισμένος ἔν τινι τόπῳ, ὄπισθεν τῶν ἁρμαμαξῶν ἐξοπλίσθητε Ξεν. Κύρ. 6. 3, 32· ἐξωπλισμένος, ἐντελῶς ὡπλισμένος Ἀριστοφ. Λυσ. 454, Πλάτ. Πολ. 555D, κτλ.· ἴδε τὸ ῥῆμα ἐξαυλίζομαι. 2) καθόλου, ἐξωπλισμένος, ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἐντελῶς ἕτοιμος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 566· μᾶζα... πρὸς ἐντέλειαν ἐξωπλισμένην Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 19. ΙΙ. ἀφοπλίζω, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28.
Greek Monolingual
(AM ἐξοπλίζω)
1. εφοδιάζω με όλα τα απαραίτητα όπλα
2. εφοδιάζω με όλα τα αναγκαία εξαρτήματα, σκεύη, μηχανήματα (και με το αναγκαίο προσωπικό)
αρχ.-μσν.
αφοπλίζω.
Greek Monotonic
ἐξοπλίζω: μέλ. -σω, οπλίζω εντελώς, εφοδιάζω, εξοπλίζω, σε Ηρόδ., Ξεν. — Μέσ. και Παθ., οπλίζομαι ή εξοπλίζομαι, σε Ευρ.· μπαίνω στα όπλα, εξοπλίζομαι, στέκομαι σε ένοπλη παράταξη, παρατάσσομαι, στον ίδ., σε Ξεν.· γενικά, ἐξωπλισμένος, είμαι εντελώς προετοιμασμένος, εντελώς έτοιμος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. σω
to arm completely, accoutre, Hdt., Xen.: —Mid. and Pass. to arm or accoutre oneself, Eur.: to get under arms, stand in armed array, Eur., Xen.:— generally, ἐξωπλισμένος fully prepared, all ready, Ar.