παραμελέω

From LSJ
Revision as of 12:02, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰμελέω Medium diacritics: παραμελέω Low diacritics: παραμελέω Capitals: ΠΑΡΑΜΕΛΕΩ
Transliteration A: parameléō Transliteration B: parameleō Transliteration C: parameleo Beta Code: paramele/w

English (LSJ)

disregard, pay no heed to, τινων Gorg.Pal.20, Th.1.25; τοῦ πράγματος Lys.9.1; τῆς μητρός X.Mem.2.2.14, etc.: abs., παρημελήκεε he recked little, Hdt. 1.85; παραμελοῦντες being negligent, Pl.R. 555d; neglect a duty, τῆς χορηγίας Mitteis Chr.96 iii 4 (iv A.D.):—Pass., to be slighted or abandoned, θεοῖς by the gods, A. Th.702; ὑπό τινων Pl.R. 620c: abs., A.Eu.300; ἀνὴρ… οὐ τῶν παρημελημένων ἐν ἱστορίᾳ no mean historian, Plu.2.862b.

German (Pape)

[Seite 489] vernachlässigen; absolut, Her. 1, 85, παρημελήκει, er machte sich Nichts daraus; τινός, Thuc. 1, 25; τῆς μητρός, Xen. Mem. 2, 2, 14; Folgde. – Pass., Aesch. θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα, Spt. 684, vgl. Eum. 290; παρημελημένον βίον ὑπὸ τῶν ἄλλων, Plat. Rep. X, 620 c; Arist. eth. 10, 4 u. Sp., wie Plut., καταβάλλων ἑαυτὸν ὥς τινα τῶν παρημελημένων, Caes. 38.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
laisser de côté, faire peu de cas de, négliger : τινος faire peu de cas de qqn ou de qch ; Pass. être négligé, abandonné.
Étymologie: παρά, μέλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αμελέω veronachtzamen, verwaarlozen; met gen.:; αὐτῶν παρημέλουν zij veronachtzaamden hen Thuc. 1.25.3; pass.:; παρημελημένον ἔρρειν verwaarloosd ten onder gaan Aeschl. Eum. 300; abs. onverschillig zijn:. Κροῖσος... παρημελήκεε het liet Croesus koud Hdt. 1.85.3.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰμελέω: не обращать внимания, пренебрегать, быть равнодушным: ὑπὸ τῆς παρεούσης συμφορῆς παρημελήκεε Her. постигнутый несчастьем (Крез) был равнодушен (к смерти); τοῦ πράγματος π. Lys. пренебречь сутью дела; π. τῆς μητρός Xen. быть непочтительным к (своей) матери; θεοῖς παραμελεῖσθαι Aesch. быть покинутым богами; ἀνὴρ οὐ τῶν παρημελημένων Plut. человек из немаловажных.

Greek Monotonic

παρᾰμελέω: μέλ. -ήσω, αφήνω να περάσει και αψηφώ, είμαι αδιάφορος, τινός, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., παρημελήκεε, παρέκκλινε λίγο, σε Ηρόδ.· παραμελοῦντες, είναι απρόσεκτοι, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκαταλελειμένος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰμελέω: ὡς καὶ νῦν, μετὰ γενικ., τοῦ μὲν πράγματος παρημελήκασι, τὸν δὲ τρόπον μου ἐπεχείρησαν διαβάλλειν Θουκ. 1. 25, Λυσ. 114. 20 εἴ τι παρημέληκα τῆς μητρὸς Ξεν. Ἀποσπ. 2. 2, 14, κτλ.· ἀπολ., παρημελήκεε Ἡρόδ. 1. 85· παραμελοῦντες Πλάτ. Πολ. 555D· - Παθ., παραμελοῦμαι ἢ ἐγκαταλείπομαι, θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα, ὑπὸ τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 702, πρβλ. Εὐμ. 300, Πλάτ. Πολ. 620C· ἀνὴρ ... οὐ τῶν παρημελημένων, οὐχὶ ἐκ τῶν καταφρονουμένων, τῶν ἀσημάντων, Πλούτ. 2. 862Β.

Middle Liddell

fut. ήσω
to pass by and disregard, to be disregardful of, τινός Thuc., Xen., etc.: absol., παρημελήκεε he recked little, Hdt.; παραμελοῦντες being negligent, Plat.:—Pass. to be abandoned, Aesch.