οὐδαμός

From LSJ
Revision as of 12:04, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδᾰμός Medium diacritics: οὐδαμός Low diacritics: ουδαμός Capitals: ΟΥΔΑΜΟΣ
Transliteration A: oudamós Transliteration B: oudamos Transliteration C: oudamos Beta Code: ou)damo/s

English (LSJ)

οὐδαμή, οὐδαμόν, for οὐδὲ ἀμός, not any one, no one, like οὐδείς, A.D.Pron.57.2: used only in plural and only by Ion. writers (= Att. οὐδένες) , οὐδαμοί, οὐδαμῶν, etc., none, Hdt.1.18,24,57, al.; πρήγματα… οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω, i.e. much greater than any Greek power, Id.7.145: rarely in fem., οὐδαμὰς ἄλλας Id.4.114.—Cf. μηδαμός.

German (Pape)

[Seite 408] d. i. οὐδὲ ἀμός, = οὐδείς, auch nicht Einer, keiner, Her., nur im plur., οὐδαμοὶ 'Ἰώνων, 1, 16 u. öfter, οὐδαμῶν, 7, 104, οὐδαμοῖς, 1, 24, οὐδαμούς, 2, 150 u. öfter; fem., 4, 114. Davon οὐδαμῇ, οὐδαμῶς u. ä.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 aucun, pas un;
2 sans valeur.
Étymologie: οὐδέ, ἀμός.

Russian (Dvoretsky)

οὐδαμός: (только pl.)
1 ни один, никакой (οὐδαμοὶ Ἰώνων Her.);
2 ничего не стоящий, незначительный, ничтожный: οὐδένες ἐόντες, ἐν οὐδαμοῖσι ἐοῦσι ἐναπεδεικνύατο Her. будучи (сами) ничтожны, они выделялись только среди ничтожных.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδᾰμός: -ή, -όν, ἀντὶ οὐδὲ ἀμός, οὐδὲ εἶς, ὡς τὸ οὐδείς, Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 72Α· ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. παρὰ τοῖς Ἴωσι συγγραφεῦσιν, οὐδαμοί, οὐδαμῶν κτλ., Ἡρόδ. 1. 18, 24, 57, κ. ἀλλ.· ππήγματα … οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζον, δηλ. πολὺ μεγαλειτέρα πάσης Ἑλληνικῆς δυνάμεως, ὁ αὐτ. 7. 145· σπανίως ἐν τῷ θηλυκ. τύπῳ, οὐδαμὰς ἄλλας ὁ αὐτ. 4· 114. Πρβλ. μηδαμός.

Greek Monolingual

οὐδαμός, -ή, -όν (Α)
ιων. τ. (μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («πρήγματα... οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω», Ηρόδ.).
επίρρ...
ουδαμώςοὐδαμῶς και, κατά δ. γρφ., οὐθαμῶς)
κατ' ουδένα τρόπο, με κανέναν τρόπο («δεικνύναι αὐτὰ οὐδαμῶς ἤθελον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ἁμός, δωρ. τ. του ἐμός (πρβλ. μηδαμός)].

Greek Monotonic

οὐδᾰμός: -ή, -όν αντί οὐδὲἀμός, Ιων. αντί οὐδ-είς, ούτε καν ένας, κανένας, μόνο στον πληθ., κανείς, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

οὐδ-ᾰμός, ή, όν [for οὐδὲ ἀμός, ionic for οὐδείς
not even one, no one, only in plural, none, Hdt.