προσεπικτάομαι
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
gain, acquire besides, τιμήν Arist.Rh.1367b14, cf. PGrenf.1.21.3 (ii B.C.), J.AJ15.6.7; π. Λυδοῖσί [τινας] add them to the Lydian realm, Hdt.1.29.
German (Pape)
[Seite 761] (s. κτάομαι), noch dazu erwerben, Her. 1, 29; Arist. rhet. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
acquérir en outre, acc. : τισί τινας des peuples ou des pays qui s'ajoutent à d'autres.
Étymologie: πρός, ἐπικτάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-επικτάομαι er nog bij verwerven.
Russian (Dvoretsky)
προσεπικτάομαι: сверх того приобретать (τιμήν Arst.): κατεστραμμένων τούτων καὶ προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῖσι Her. когда Крез покорил эти (народы) и присоединил их к лидянам.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπικτάομαι: ἀποθ., ἐπικτῶμαι προσέτι, τιμὴν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 9, 31· πρ. Λυδοῖσί [τινας], προσθέτω [τινὰς] εἰς τὸ Λυδικὸν βασίλειον, Ἡρόδ. 1. 29.
Greek Monotonic
προσεπικτάομαι: μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ επιπλέον, σε Αριστ.· προσεπικτάομαι Λυδοῖσί (τινάς), τους προσαρτώ στο Λυδικό βασίλειο, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -κτήσομαι
Dep. to acquire besides, Arist.; πρ. Λυδοῖσί [τινας] to add them to the Lydian realm, Hdt.