ἀκοντιστής
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
ἀκοντιστοῦ, ὁ, darter, javelin-man, Il.16.328, Od.18.262, Hdt.8.90, A.Pers.52, Th.3.97, Theoc.17.55, etc.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 tirador de jabalina o venablo ἀκοντιστὰς ἠδὲ ῥυτῆρας ὀϊστῶν Od.18.262, cf. Il.16.328, Hdt.8.90, A.Pers.52, Th.3.97, Theoc.17.55, Plu.Marc.12.4, Plb.2.30.1, 5.82.11, 3.69.8, Luc.DMort.12.2, D.C.53.25.6
•en certámenes agon. IG 12(5).647.28 (Ceos III a.C.), IG 22.766.46 (III a.C.), 1028.52 (I a.C.).
2 que hiere como un dardo c. gen. πέτρος ἀ. στήθεος AP 9.204 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 77] οῦ, ὁ, Speerwerfer, Hom. zweimal, ἀκοντισταί Iliad. 16, 328, ἀκοντιστάς Od. 18, 262; – bei Xen. oft mit τοξόται u. σφενδονῆται verbunden. – Adj. πέτρος ἀκ. στήθεος, ein Fels, der die Brust trifft, Agath. 77 (IX, 204); μόχθος ἀκ. ἑκηβολίης, vom Netzauswerfen, Iul. Aeg. 8 (VI, 26).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
v. ἀκοντιστήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοντιστής: οῦ adj. m бросаемый или брошенный словно копье (πέτρος Anth.): ἀ. μόχθος ἑκηβολίης Anth. дальнее закидывание (невода).
οῦ ὁ копьеметатель Hom., Her., Aesch., Thuc., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοντιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ῥίπτων ἀκόντιον, Ἰλ. ΙΙ. 328, Ὀδ. Σ.
English (Autenrieth)
javelin-thrower, javelin-hurling, as adj. Il. 16.328.
Greek Monolingual
ο (Α ἀκοντιστής) ἀκοντίζω
ο αθλητής του ακοντισμού
αρχ.-μσν.
1. αυτός που ρίχνει το ακόντιο και πιθανώς καθετί άλλο που μπορεί να ρίξει κανείς
2. οπλίτης ειδικού πολεμικού σώματος.
Greek Monotonic
ἀκοντιστής: -οῦ, ὁ (ἀκοντίζω), τοξότης, ακοντιστής, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.