προκαθοράω

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαθοράω Medium diacritics: προκαθοράω Low diacritics: προκαθοράω Capitals: ΠΡΟΚΑΘΟΡΑΩ
Transliteration A: prokathoráō Transliteration B: prokathoraō Transliteration C: prokathorao Beta Code: prokaqora/w

English (LSJ)

examine beforehand, reconnoitre, νέας ἀπέστειλαν προκατοψομένας Hdt. 8.23.

German (Pape)

[Seite 727] (s. ὁράω), vorher besehen, untersuchen, προκατόψομαι Her. 8, 23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. f. προκατόψομαι;
considérer ou examiner auparavant.
Étymologie: πρό, καθοράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καθοράω eerst verkennen.

Russian (Dvoretsky)

προκαθοράω: (только ион. fut.) заранее высматривать, разведывать: νέας ἀπέστειλαν προκατοψομένας Her. (персы) выслали корабли для разведки.

Greek Monotonic

προκαθοράω: μέλ. -κατόψομαι, εξετάζω από πριν, εξερευνώ προκαταρτικά, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προκαθοράω: προκατοπτεύω, νῆας ἀπέστειλε προκατοψομένας Ἡρόδ. 8. 23.

Middle Liddell

fut. -κατόψομαι
to examine beforehand, to reconnoitre, Hdt.