τετράφυλος

Revision as of 12:08, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τετράφυλον, divided into four tribes, Hdt.5.66, D.H.4.14.

German (Pape)

[Seite 1100] in vier Zünfte od. Tribus getheilt, Her. 5, 66.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en quatre tribus.
Étymologie: τέτταρες, φυλή.

Russian (Dvoretsky)

τετράφῡλος: (ᾰ) разделенный (первоначально) на четыре филы (Ἀθηναῖοι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράφῡλος: -ον, ὁ διῃρημένος εἰς τρεῖς φυλάς, Ἡρόδ. 5. 66, Διον. Ἁλ. 4. 14.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο διαιρεμένος σε τέσσερεις φυλές, ο αποτελούμενος από τέσσερεις φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», Ηρόδ.
β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν εἶναι, τρίφυλον οὖσαν τέως», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -φυλος (< φῦλον / φυλή), πρβλ. δεκάφυλος].

Greek Monotonic

τετράφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που έχει διαιρεθεί σε τέσσερις φυλές, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

τετρά-φῡλος, ον, φυλή
divided into four tribes, Hdt.