ἐγγυμνάζω
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
exercise in, τὴν ψυχὴν θεάμασιν ἐ. Luc.Salt.6; τὴν γνώμην ἐνθυμήμασιν Polyaen.3Praef.:—more freq. in Med., ἐν σοὶ ἐγγυμνασόμενος to practise upon you, Pl.Phdr.228e; practise oneself in... πολέμοις Plu.Caes.28, cf. Ph.1.551, Luc.Lex.22, Jul.Or.1.37c; ἐν ταῖς πράξεσιν D.C.36.32, cf.BKT3p.25:—Pass., Hp.Vict.2.63; ἐγγυμνασθέντες περί τι Vett. Val.353.5; λόγοις Luc.Hipp.2.
Spanish (DGE)
I tr.
1 ejercitar c. ac. y dat. τὰς ψυχὰς καλλίστοις θεάμασιν ἐγγυμνάζουσα ejercitando (la danza) las almas en los más hermosos espectáculos Luc.Salt.6, τὴν γνώμην τοῖς στρατηγικοῖς ἐνθυμήμασιν Polyaen.3 proem., en v. pas. c. dat. οἵ γε τοῖς λόγοις μόνοις ἐγγεγυμνασμένοι Luc.Hipp.2.
2 jur. τὰς ἐκκλήτους ... ἐγγυμνάζειν interponer apelaciones Iust.Nou.41 proem., cf. en v. pas. Iust.Nou.112.3 praef.
II intr. en v. med.-pas. ejercitarse en sent. fís., ref. al cuerpo, c. giros prep. ἐν τῷ αὐτῷ ἐγγυμνάζεται πνεύματι se ejercita con el propio aire el cuerpo al correr, Hp.Vict.2.63, ἐγγυμνάζεσθαι διὰ ξηρῶν ἱδρώτων ejercitarse con sudores secos Ph.2.287, en el baile, Plu.2.130f, en la lucha, Paus.7.23.5
•de actividades no fís. ejercitarse c. ἐν y dat. ἣν (ἐλπίδα) εἶχον ἐν σοὶ ὡς ἐγγυμνασόμενος la esperanza que tenía de ejercitarme en ti, e.e. contigo ref. a la memoria, Pl.Phdr.228e, ἐν ταῖς πράξεσιν D.C.36.32.2, ἐν τοῖς ἰδίοις τῆς χειρουργίας θεωρήμ[α] σιν Chirurg.Fr.Pap.2.2.23, c. περὶ c. ac. τοὺς μὴ ἐγγυμνασθέντας ... περὶ τὰς τῶν κανόνων διαφοράς Vett.Val.339.1, c. dat. τοῖς τοῦ βίου πράγμασιν Ph.1.551, τοῖς κατ' οἰκονομίαν Ph.2.47, τοῖς Κελτικοῖς ἐγγυμνασάμενος πολέμοις Plu.Caes.28, ταῖς μελέταις Plu.Dem.6, τῇ καλῇ κωμῳδίᾳ καὶ τῇ σεμνῇ τραγῳδίᾳ Luc.Lex.22, cf. Iul.Or.1.37c, τῇ ἐφεκτικῇ ... τῶν ἡδέων ... ἀσκήσει Clem.Al.Strom.7.7.44.
German (Pape)
[Seite 702] in Etwas üben, ὄρχησις τὰς ψυχὰς καλλίστοις θεάμασιν ἐγγυμνάζουσα Luc. Salt. 6. – Gew. im med., ἐν σοὶ ὡς ἐγγυμνασόμενος Plat. Phaedr. 228 e; Sp.; τοῖς πολέμοις Plut. Caes. 28; ἐγγυμναστέον καὶ ἐμμελετητέον Themist. or. 4 p. 51 b.
French (Bailly abrégé)
exercer : τὴν ψυχήν τινι LUC l'âme à qch;
Moy. ἐγγυμνάζομαι s'exercer : τινι à qch.
Étymologie: ἐν, γυμνάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγυμνάζω: упражнять, обучать, приучать (τὰς ψυζὰς καλλίστοις θεάμασιν Luc.); преимущ. med. упражняться (Plat.; τινί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγυμνάζω: μέλλ. -άσω, ἐξασκῶ εἴς τι, τὴν ψυχὴν θεάμασιν ἐγγ. Λουκ. π. Ὀρχ. 6: - συχνότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐν σοὶ ὡς ἐγγυμνασόμενος Πλάτ. Φαῖδρ. 228Ε· ἀσκοῦμαι ἐν …, πολέμοις Πλούτ. Καῖσ. 28.
Greek Monolingual
ἐγγυμνάζω (AM)
γυμνάζω, εξασκώ κάποιον σε κάτι
μσν.
υποστηρίζω την αγωγή μου, συνεχίζω τη δίκη.
Greek Monotonic
ἐγγυμνάζω: μέλ. -άσω, γυμνάζω, ασκώ έναν άνθρωπο σε κάτι, με δοτ., σε Λουκ. — Μέσ., εξασκούμαι σε, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. άσω
to exercise a person in a thing, c. dat., Luc.:—Mid. to practise oneself in, Plut.