παμπάλαιος

From LSJ
Revision as of 05:34, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμπάλαιος Medium diacritics: παμπάλαιος Low diacritics: παμπάλαιος Capitals: ΠΑΜΠΑΛΑΙΟΣ
Transliteration A: pampálaios Transliteration B: pampalaios Transliteration C: pampalaios Beta Code: pampa/laios

English (LSJ)

[ᾰλ], ον very old, Pl.Tht.181b, Arist.Metaph.1074b1, cj. in ib.983b28; opp. καινός, Plu.Cat.Ma.1.

German (Pape)

[Seite 454] ganz, sehr alt; ἄνδρες, Plat. Theaet. 184 b; Arist. Metaph. 1, 3 u. öfter, u. Sp., wie Ep. ad. (Anth. 393).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait ancien.
Étymologie: πᾶν, παλαιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμπάλαιος -ον [πᾶς, παλαιός] stokoud, van zeer lang geleden.

Russian (Dvoretsky)

παμπάλαιος: древнейший, чрезвычайно старый Plat., Arst., Plut.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ παμπάλαιος, -ον)
πάρα πολύ παλιός, παλαιότατος, αρχαιότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + παλαιός.

Greek Monotonic

παμπάλαιος: -ον, εξαιρετικά παλιός, σε Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

παμπάλαιος: -ον, πάνυ παλαιός, παλαίτατος, Πλάτ. Θεαίτ. 181Β, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 6· ἀντίθετ. τῷ καινός, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 1.

Middle Liddell

παμ-πάλαιος, ον,
very old, Plat., etc.