δοξαστικός
English (LSJ)
δοξαστική, δοξαστικόν,
A forming opinions, conjecturing, opp. ἐπιστήμων, Pl.Tht.207c; δοξαστική ἐπιστήμη = conjectural knowledge, Id.Sph.233c, cf. 268c; δοξαστικαί ἔννοιαι pertaining to judgement, Epicur.Sent.24; τὰς δοξαστικὰς (sc. φαντασίας) belonging to opinion, Phld.Herc.1003; τὸ δοξαστικόν [μέρος τῆς ψυχῆς], opp. τὸ ἐπιστημονικόν, Arist.EN1140b26.
2 in good sense, original, full of ideas, ψυχὴ ἀνδρικὴ καὶ δοξαστική Isoc.13.17: τὸ δοξαστικόν Antig.Nic. ap. Heph. Astr.2.18.
II Adv. δοξαστικῶς, opp. κατ' ἀλήθειαν, Arist.APr.43b8, cf. Phld.Oec.p.14J., S.E.M.11.156, Procl. in Prm.p.609 S.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1basado en la apariencia o la imagen ἐπιστήμη op. ἀλήθεια Pl.Sph.233c.
2 basado en la opinión o la conjetura γνῶσις Hero Def.136.2.
II 1que tiene la capacidad de opinión, que se forma opiniones θατέρου (τοῦ μέρους τῆς ψυχῆς) ... τοῦ δοξαστικοῦ Arist.EN 1140b26, cf. Plot.5.3.9, Chrys.M.55.641, Phlp.in APr.32.21, ἔννοιαι Epicur.Sent.[5] 24, δ. καὶ φανταστικὴ ... κίνησις Plu.2.1024a, cf. 1017a, 1031d, λόγος Plot.2.2.3, εὐφυΐα Dam.Isid.32
•subst. ὁ δ. de pers. el que tiene opinión op. τεχνικός τε καὶ ἐπιστήμων Pl.Tht.207c, op. σοφός: οὐχὶ δέ γε τῶν δοξαστικῶν ἔσται ὁ σοφός S.E.M.7.157
•subst. ἡ δ. (sc. τέχνη) arte que se basa en la opinión Pl.Sph.268c, μιαίνεται ἡ διάνοια ... ὅταν ἢ φανταστικῇ ἢ δοξαστικῇ ἀναμίγνυται Porph.Abst.4.20
•τὸ δ. facultad de opinar op. αἰσθητικόν Arist.de An.413b30, Plu.2.1031e.
2 ingenioso, lleno de ideas ψυχῆς ἀνδρικῆς καὶ δοξαστικῆς ἔργον εἶναι Isoc.13.17
•subst. τὸ δοξαστικὸν καὶ μεγαλόφρον καὶ δωρητικόν Antig.Nic. en Heph.Astr.2.18.33.
III glorificador τὴν δοξαστικὴν δύναμιν ἐπιδείξεται Gr.Nyss.Maced.108.33.
IV adv. -ῶς mediante opinión o juicio τούτων ποῖα δ. καὶ ποῖα κατ' ἀλήθειαν Arist.APr.43b8, δ., οὐ προληπτικῶς Phld.Oec.5.3, δ. καὶ κατὰ κρίσιν S.E.M.11.156.
German (Pape)
[Seite 657] meinend, Gegensatz von ἐπιστήμων, Plat. Theaet. 207 c; dah. ἡ δοξαστική, Soph. 268 c; ein Schein-Wissen, 233 e. Bei Arist. Nic. Eth. 6, 5 extr. ist τὸ δοξαστικὸν ψυχῆς μέρος, wovon 13, 2 dke φρόνησις u. die δεινότης als zwei εἴδη angegeben werden, = Urteilskraft. – Adv., Sext. Emp. adv. math. 11, 155.
Russian (Dvoretsky)
δοξαστικός:
1 (предполагающий, вырабатывающий (определенные) мнения (μέρος τῆς φυχῆς Arst.; φορὰ καὶ ὁρμή Plut.);
2 основанный на мнениях, предположительный (ἐπιστήμη Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
δοξαστικός: -ή, -όν, ὁ μορφώνων γνώμας, ἰδέας, σχηματίζων εἰκασίας, ἀντίθ. ἐπιστήμων, Πλάτ. Θεαιτ. 207C· δ. ἐπιστήμη, γνῶσις ἐξ εἰκασίας, δι’ εἰκασίας, ὁ αὐτ. Σοφ. 233C, πρβλ. 268C τὸ δοξ. μέρος τῆς ψυχῆς, ἀντίθ. τὸ ἐπιστημονικόν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθ. κατ’ ἀλήθειαν, ὁ αὐτ. Ἀν. Πρ. 1. 27, 7.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δοξαστικός, -ή, -όν)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί κάποιος, υμνητικός
2. το ουδ. ως ουσ. το δοξαστικό(ν)
ιδιόμελο, συνήθως, τροπάριο του όρθρου, της λιτής και του εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο στίχος «δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ...»
αρχ.
εκείνος που έχει σχέση με δοξασία, με εικασία.