πειθήμων

From LSJ
Revision as of 10:35, 23 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθήμων Medium diacritics: πειθήμων Low diacritics: πειθήμων Capitals: ΠΕΙΘΗΜΩΝ
Transliteration A: peithḗmōn Transliteration B: peithēmōn Transliteration C: peithimon Beta Code: peiqh/mwn

English (LSJ)

πειθήμον, gen. ονος,
A persuaded, obedient, Nonn. D. 24.171,34.92, al.; μῦθος ib.8.165.
II persuading, convincing, φωνή Tryph. 456.

German (Pape)

[Seite 543] ονος, gehorsam, folgsam, τινί, Sp., wie N.T.; Christod. 1, 12; auch überredend, überzeugend, Tryphiod. 455.

Russian (Dvoretsky)

πειθήμων: 2, gen. ονος послушный, покорный (τινί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πειθήμων: -ον, ὁ ὑπακούων, εὐπειθής, τινὶ Ἀνθ. Π. 2. 12. 2) ὁ ἔχων πίστιν, πιστεύων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 15, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., καταπείθων, πειστικός, Wern εἰς Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 455.

Greek Monolingual

-ον, -ονος, Α
(ποιητ. τ.)
1. πειθήνιος, υπάκουος, ευπειθής, πειθαρχικός
2. αυτός που πείθει, πειστικός, καταπειστικός («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + κατάλ. -ήμων (πρβλ. αιδήμων, ελεήμων)].