χλευάζω
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
(χλεύη)
A jest, scoff, ἐπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χ. Ar.Ra. 376 (lyr.); τοῖς καταγελῶσι καὶ χ. καὶ σκώπτουσι Arist.Rh.1379a29, cf. Plb.4.3.13, Cerc.18 ii 5, Phld.Lib.p.29 O., etc.
2 c. acc., scoff, jeer at, treat scornfully, τινα Pl.Erx.397d, D.7.7, 19.23, 47.34, D.C.Fr.109.16; ἐμαυτὴν.. λέληθα χλευάζουσ' Men.Epit.215; c. acc. rei, Plu.Rom.10, etc.:—Med., Id.Brut.45:—Pass., Epicr.11.31 (anap.), Arist.Pr.952b22, Plu.Sert.13, 25, 2.504f.
German (Pape)
[Seite 1358] scherzen, spotten, Ar. Ran. 376; schimpfen, Dem. 19, 23; καὶ σκώπτειν Arist. rhet. 2, 2; – trans., verspotten, spöttisch, höhnisch, übermütig behandeln, κατεγέλα καὶ ἐχλεύαζε Plat. Eryx. 397 d; Dem. 7, 7; τοὺς μὲν διέσυρε χλευάζων Pol. 4, 3,13; τινός, Plut. Rom. 10; N.T. u. a. Sp.; auch med., τοὺς χλευασομένους καὶ κακῶς ἐροῦντας αὐτόν Plut. Brut. 45.
French (Bailly abrégé)
railler, se moquer : τινά, railler qqn, tourner qqn en dérision ; τι, se moquer de qch;
Moy. χλευάζομαι railler.
Étymologie: χλεύη.
Russian (Dvoretsky)
χλευάζω: (реже med.) насмехаться, подтрунивать Arph., Plat., Arst., Dem., Polyb., Plut.: χ. τινα Dem. и τι Plut. осмеивать кого(что)-л., смеяться над кем(чем)-л.; ὄνομα χλευαζόμενον ὑπὸ τῶν ἀκουόντων Plut. имя, ставшее посмешищем у тех, кто его слышит.
Greek (Liddell-Scott)
χλευάζω: μέλλ. -άσω, (χλεύη) χλεύην ποιοῦμαι, περιγελῶ μετὰ χλεύης, ἐπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 376· τοῖς καταγελῶσι καὶ χλ. καὶ σκώπτουσι Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 12, πρβλ. Πλάτ. Ἐρυξ. 397D, Δημ. 348. 14, Πολύβ., κλπ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Πλουτ. Βροῦτ. 45., 2. 504F. 2) μετ’ αἰτ., ἐμπαίζω, περιγελῶ, καταγελῶ, μεταχειρίζομαι ὑβριστικῶς ἢ περιφρονητικῶς, τινὰ Δημ. 78. 12., 348. 14., 1149. 19, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., Πλουτ. Ρωμ. 10, κλπ. - Παθ., χλευάζομαι, ἐμπαίζομαι, καταγελῶμαι μετὰ χλεύης, ὠργίσθησαν χλευάζεσθαί τ’ ἐβόησαν Ἐπικράτης ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν Ἀδήλ. 1. 31. Ἀριστ. Προβλ. 29. 14, 10, Πλουτ. Σερτ. 13, 25.
English (Strong)
from a derivative probably of χεῖλος; to throw out the lip, i.e. jeer at: mock.
English (Thayer)
imperfect ἐχλεύαζον; (χλεύη, jesting, mockery); to deride, mock, jeer: Aristophanes, Demosthenes, Polybius, Diodorus, Plutarch, Lucian, others) (Compare: διαχλευάζω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ χλεύη
εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ, κοροϊδεύω («κατεγέλα τε καὶ ἐχλεύαζε καὶ ἔσειεν αὐτόν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
χλευάζω: μέλ. -άσω (χλεύη) ·
1. αστειεύομαι, περιγελώ, σκώπτω, εμπαίζω, σε Αριστοφ., Δημ.· ομοίως σε Μέσ., Πλούτ.
2. με αιτ., περιγελώ, εμπαίζω κάποιον, σε Δημ.
Middle Liddell
χλευάζω, fut. -άσω χλεύη
1. to joke, jest, scoff, jeer, Ar., Dem.:—so in Mid., Plut.
2. c. acc. to mock, scoff at, Dem.
Chinese
原文音譯:cleu£zw 赫留阿索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:嘲弄
字義溯源:反唇相譏,嘲弄,譏誚;或源自(χεῖλος)=唇),而 (χεῖλος)出自(χάσμα)=深坑), (χάσμα)又出自(χάσμα)X=裂開*)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 譏誚的(1) 徒17:32