κατορύσσω
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
Att. κατορύττω, fut. Pass. -ορυχθήσομαι cj. in Antipho 3.2.10, -ορῠχήσομαι cj. in Ar.Av.394 (lyr.): pf. Pass. κατορώρυγμαι Antipho 3.3.12, etc., later
A κατώρυγμαι LW1075 (Apollonia ad Rhyndacum), Str.9.3.8, cf. Moer.p.240 P.: aor. 2 inf. Pass. κατορῠγῆναι Arr.Epict.4.8.36:—bury, sink in the earth, Hdt.2.41, Hp.Fract.13; ζώοντας ἐπὶ κεφαλὴν κατώρυξε Hdt.3.35, cf. 7.114; ἐν τῇ κεφαλῇ Ar. Av.475; πατέρα ζῶντα κ. X.Mem.1.2.55; κ. κατὰ γῆς Hdt.8.36; κατὰ τῆς γῆς Ar.Pl.238; τινὰ εἰς πηλόν (of poets' descriptions) Pl. R.363d; [τὰ ᾠὰ] εἰς τὴν κόπρον Arist.HA559b2:—Pass., ζῶντες κατορωρύγμεθα Antipho 3.3.12, cf. X.An.5.8.11, Com.Adesp.1224; τὰ κατορυττόμενα κατὰ γῆς Thphr. HP 5.7.6, cf. Archestr.Fr.62.21; of metals, lie buried, Pl.Euthd.288e; of money, to be buried, D.27.53 (metaph., 29.49); ἐν πορφυρίσι -ορωρυγμένος, of Sardanapallus, Max. Tyr.35.1.
2 metaph., ruin utterly, Pherecr.145.19.
b suppress, κ. τῷ λόγῳ Lib. Or.42.14:—Pass., πρᾶγμα καταπεφρονημένον καὶ κατορωρυγμένον ib.62.32.
German (Pape)
[Seite 1405] (s. ὀρύσσω), vergraben, eingraben; κατὰ τῆς γῆς Ar. Plut. 238; Περσέων δυώδεκα ζώοντας ἐπὶ κεφαλὴν κατώρυξε Her. 3, 35; τοὺς ἀνοσίους εἰς πηλόν τινα ἐν Ἅιδου Plat. Rep. II, 363 d; τινὰ ζῶντα Xen. Hem. 1, 2, 55; κατορυχθήσομαι Antiph. 3 β 10; κατορυχήσομαι Ar. Av. 394; κατορωρύχθαι Archestr. bei Ath. III, 101 c, nach den Atticisten die eigtl. attische Form für das hellenistische κατώρυγμαι; κατορώρυχε Pherecrat. bei Plut. de music. 30, übtr. gebraucht.
French (Bailly abrégé)
f. κατορύξω, ao. κατώρυκα;
enfouir, enterrer, acc. ; fig. ruiner de fond en comble.
Étymologie: κατά, ὀρύσσω.
Russian (Dvoretsky)
κατορύσσω: атт. κατορύττω
1 зарывать, закапывать (ζῶντά τινα Her., Xen., Plut.; τινὰ εἰς πηλόν τινα Plat.; κατὰ τῆς γῆς Arph.; χρυσίον κατορωρυγμένον Arst.);
2 губить, уничтожать (τινά Pherecrates ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κατορύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: μέλλ. παθ. -ορυχθήσομαι, διάφ. γραφ. ἐν Ἀντιφῶντι 122. 17· -ορῠχήσομαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 394 (ἴδε ὀρύσσω). Σκάπτων, ἀνοίγων λάκκον χώνω ἐντὸς αὐτοῦ τι, θάπτω, καλύπτω μὲ τὴν γῆν, ἀντίθετ. ἀνορύττω, Ἡρόδ. 2. 41, Ἱππ. Ἀγμ. 760· ζώοντας ἐπὶ κεφαλὴν κατώρυξε Ἡρόδ. 3. 35, πρβλ. 7. 114· ἐν τῇ κεφαλῇ Ἀριστοφ. Ὄρν. 475· ζῶντά τινα κ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 55, πρβλ. Ἀν. 5. 8, 11· κατ. κατὰ γῆς Ἡρόδ. 8. 36· εἰς πηλὸν Πλάτ. Πολ. 363D· τὰ ᾠὰ εἰς τὴν κόπρον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 5.― Παθ., ζῶντες κατορύσσεσθαι Ἀντιφῶν 124. 3· ἐπὶ μετάλλων, κεῖμαι ὑπὸ γῆς, Πλάτ. Εὐθύδ. 288Ε· ἐπὶ χρημάτων, κατακρύπτω, Δημ. 830. 6., 859. 8. 2) μεταφορ., θάπτω τι, ἐντελῶς καταστρέφω, ἀφανίζω, Φερεκρ. ἐν «Χειρ.» 1. 19 (ἴδε Meineke σ. 334)·― ὁ Μοῖρις παρατηρεῖ «κατορώρυκται Ἀττικοί, κατώρυκται Ἕλληνες»· παρ’ Ἡσυχ. «κατορυγῶσι· ταφῶσι»· παρατηρητέον δὲ ὅτι τοῦ θάπτειν δύο εἴδη εἶναι, τὸ κατορύττειν τὸν νεκρὸν ἢ τὸ καίειν· τὸ δεύτερον μόνον τῶν εὐπόρων ἴδιον ἢ ἐν λοιμῷ ἢ τῶν ἀποθνησκόντων ἐν πολέμῳ ὧν ἡ τέφρα ἐκομίζετο εἰς τὴν πατρίδα.
Spanish
Greek Monolingual
(ΑΜ κατορύσσω, Α αττ. τ. κατορύττω)
σκάβω τη γη και θάβω κάτι μέσα σ' αυτήν, σκάβω λάκκο και χώνω κάτι μέσα σ' αυτόν («τοὺς δὲ ἀνοσίους... εἰς πηλόν τινα κατορύττουσιν ἐν Ἅιδου», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
αποσιωπώ, αποκρύπτω («κατορύττειν καὶ ἀνορύττειν τῷ λόγῳ», Λιβάν.)
αρχ.
1. καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά, αφανίζω
2. παθ. (για μέταλλα) κατορύσσομαι
βρίσκομαι κάτω από τη γη («ὅπον τῆς γῆς χρυσίον πλεῖστον κατορώρυκται», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀρύσσω «σκάβω»].
Greek Monotonic
κατορύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, Παθ. μέλ. -ορῠχήσομαι· θάβω στη γη, σε Ηρόδ.· ἐπὶ κεφαλὴν κατώρυξε, έθαψε το κεφάλι προς τα κάτω, στον ίδ.· ἐντῇ κεφαλῇ, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Attic -ττω fut. ξω fut. pass. -ορῠχήσομαι
to bury in the earth, Hdt.; ἐπὶ κεφαλὴν κατώρυξε buried head downwards, Hdt.; ἐν τῇ κεφαλῇ Ar.
Léxico de magia
enterrar una lámina κατορύξεις δὲ ἐπὶ ἀώρου θήκην τὴν λεπίδα ἐπὶ ἡμέρας γʹ enterrarás la lámina durante tres días en la tumba de uno muerto prematuramente P IV 2215 un huevo ἐπὶ ὠοῦ ὄρνιθος ἀρσενικοῦ ἐπίγραφε καὶ κατόρυξον πρὸς τὸν οὐδόν, ὅπου εἶ escribe en un huevo de pájaro macho y entiérralo junto al umbral donde estás P XII 100