ἀμμά
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
ἡ, mother, EM84.24; foster-mother, nurse, SIG2868 (Calymna):—also ἀμμάς, ἡ, EM84.26, BGU449 (iii A.D.); epithet of Rhea and Demeter, Hsch.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
• Alolema(s): ἀμμᾶς Pall.H.Laus.34.6; ἄμμα BGU 948.16 (IV/V a.C.); ἀμμή SEG 7.50; ἀμμάς BGU 449 (II/III a.C.); Ἀμμάς Hsch., EM 1090
I 1mama ἡ μήτηρ Hsch., Phot.p.92R., κατὰ ὑποκόρισμα EM 1090.
2 madre superiora de un convento Apoph.Patr.M.65.416B
•simpl. madre ref. a una monja o «madre espiritual», Pall.H.Laus.34.6, 59.1.
3 la madre hipocorístico de Rea, Hsch., Phot.l.c., EM 1090, o de Deméter, Hsch., Phot.l.c., o de la nodriza de Ártemis, Hsch., Phot.l.c.
II ama, nodriza, PMil.Vogl.230.12 (II a.C.), TC 170.3, 189.3 (II a.C.), PMich.208.9 (II a.C.), SB 9882.2.5 (II/III a.C.), BGU 449 (II/III a.C.), 948.16 (IV/V a.C.), EM 1090, Phot.l.c.
•fig. ἀ. ... ἡ ἁλυκὴ ζάψ Simm.11.
III lesb. τὰς ἀντλίας δὲ ... οὕτως ἔλεγον Phot.l.c.
• Etimología: Voz infantil muy difundida, cf. alb. amë ‘madre’, ‘tía’, aaa., airl. amma, luv. jer. ama ‘madre’, etc.
Greek Monolingual
ἀμμὰ και ἀμμάς, η (AM)
μητέρα
μσν.
1. προσφώνηση ηγουμένης
2. προσφώνηση κάθε μοναχής
3. γυναίκα όχι μοναχή
αρχ.
1. παραμάννα, τροφός
2. ἀμμάς
επίθ. της Ρέας και της Δήμητρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη χαρακτηριστική της νηπιακής γλώσσας (πρβλ. λατ. amma). Ο τ. ἀμμὰ αναφέρεται γενικά στην τροφό, αλλά σημαίνει επίσης και τη μητέρα. Και με τις δύο σημασίες η λ. χρησιμοποιήθηκε υποκοριστικά. Αργότερα (5ος-7ος μ. Χ. αιώνας) η λ. κατέληξε τίτλος για την επικεφαλής της μονής (ηγουμένη), αργότερα δε επεκτάθηκε σε κάθε μοναχή και στη γυναίκα γενικότερα. Απαντά επίσης στον Ηρόδοτο και τ. ἀμμία με την ίδια σημασία: «μητέρα, τροφός»].
Greek Monolingual
ἅμμα, το (Α)
κάθε τι που είναι δεμένο ή κατάλληλο για δέσιμο: 1. κόμπος
2. βρόχος, θηλιά
3. σκοινί ή ταινία
4. κάλυκας άνθους
5. κότσος γυναικείας κόμης
6. κρίκος αλυσίδας
7. στον πληθ. τὰ ἅμματα
οι λαβές στην πάλη και τα χέρια του παλαιστή
8. μέτρο μήκους από 40 αρχαίους πήχεις, δηλαδή 21 περίπου σημερινά μέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅπτω.
ΠΑΡ. ἁμματίζω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: mamma, mother; nurse, τροφός καὶ μήτηρ καθ' ὑποκορισμόν EM 84, 22.
Other forms: ἀμμία Hdt.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Nursery word. Cf. Lat. amma. Chantraine REG 59-60, 1946-1947, 242ff.
Translations
wet nurse
Arabic: ظِئْر, دَايَة; Gulf Arabic: داية; Armenian: ծծմայր, ստնտու; Belarusian: кармі́целька; Bulgarian: кърмачка, дойка; Catalan: dida, dida seca, nodrissa; Chinese Mandarin: 乳母, 奶媽/奶妈; Czech: kojná; Danish: amme; Dutch: zoogmoeder, min; Esperanto: nutristino; English: wet-nurse, wet nurse, wetnurse; Estonian: amm; Faroese: bróstmóðir; Finnish: imettäjä; French: nourrice; Galician: ama, ama de leite; German: Säugamme, Amme; Greek: τροφός, παραμάνα; Ancient Greek: αἶα, ἀμμά, ἀμμία, βαΐα, βυζάστρια, γάλα, γαλοῦχος, γυνὴ τροφῖτις, θηλάστρια, τηθή, τήθη, τιθήνη, τίτθη, τροφῖτις, τροφός; Gurani: دایانە; Hebrew: מֵינֶקֶת; Hungarian: szoptatós, dajka; Icelandic: brjóstmóðir; Irish: banaltra chíche, bean oiliúna, bean altrama; Italian: balia; Japanese: 乳母; Khmer: មេដោះ; Korean: 유모(乳母); Kurdish Central Kurdish: دایان, دایەن; Northern Kurdish: dayan, dayîn; Latin: nutrix, altrix; Latvian: zīdītāja; Livonian: äm; Macedonian: доилка, дојница; Malay: ibu susuan; Middle English: norice; Mon: မိဂမဴတှ်, ၝဲဂမဴ; Norwegian Bokmål: amme; Old Church Slavonic Cyrillic: баба; Polish: mamka; Portuguese: ama-de-leite; Romanian: doică; Russian: кормилица, мамка; Sardinian Campidanese: dida; Logudorese: tatàya; Sassarese: tadàia; Scottish Gaelic: muime-chìche; Serbo-Croatian Cyrillic: до̀јӣља; Roman: dòjīlja; Sicilian: mammana, nurrizza; Slovak: kojná, dojka; Slovene: dojílja; Spanish: nodriza; Sranan Tongo: mena; Sundanese: ᮞᮥᮞ᮪ᮒᮨᮁ ᮘᮞᮩᮂ; Swedish: amma; Tagalog: sisiwa, mamay; Thai: แม่นม; Tibetan: ནུ་སྦྱིན་མ་ཚབ; Turkish: sütanne; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎐𐎖𐎚; Ukrainian: годувальниця, годівниця, мамка; Vietnamese: vú nuôi; Volapük: sügan, hisügan, jisügan, miligafat, miligamot; Yiddish: אַם, זייגערין