εμφύω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
Greek Monolingual
(AM ἐμφύω)
1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι
2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.)
μσν.
1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει
2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι ξαφνικά
3. γίνομαι, καθίσταμαι
αρχ.
1. εμβάλλω, εμφυτεύω
2. φυτρώνω πάνω σε κάτι («ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι», Ομ. Ιλ.)
3. μτφ. είμαι έμφυτος
4. γεννιέμαι, αναπτύσσομαι
5. παίρνω το μέρος κάποιου, πρόσκειμαι σε κάποιον ευνοϊκά
6. μέσ. προσκολλώμαι πνευματικά κάπου, πρόσκειμαι
7. (η μτχ, παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐμπεφυκὼς, -υῖα, -ός
έμφυτος
8. φρ. α) «ἐμπεφυκὼς πόνος» — σταθερός πόνος
β) «ὀδὰξ ἐμφύομαι» — χώνω βαθιά τα δόντια, δαγκώνω δυνατά.