ευσεβής
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐσεβής, -ές, Μ και εὐσεβός, -όν)
1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος
2. εκείνος που τον διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῖ γνώμᾳ»)
3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ.λπ.
νεοελλ.
φρ. «εὐσεβεῖς πόθοι» — επιθυμίες ή επιδιώξεις που δεν ανακοινώνονται φανερά και είναι πολύ δύσκολο να εκπληρωθούν
μσν.-αρχ.
1. άγιος, ιερός («θρησκεία εὐσεβὴς και θεία»)
2. επίθετο, τιμητική προσφώνηση αυτοκρατόρων ή υψηλών προσώπων (α. «ἡ ἀγαθή... εὐσεβεστάτη βασίλισσα...» β. «Ἀντωνῖνος ὁ Εὐσεβής»)
3. το ουδ. ως ουσ. τo εὐσεβές
η ευσέβεια
αρχ.
1. δίκαιος
2. (για αγρό) εύφορος
3. φρ. α) «ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος» — ο κάτω κόσμος, ο Αδης
β) «φόρος ευσεβής» — φόρος που έχει επιβληθεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
επίρρ...
ευσεβώς (ΑΜ εὐσεβῶς, Α και εὐσεβέως)
με ευσέβεια, με σεβασμό προς τον θεό
μσν.-αρχ.
1. ορθά, σωστά («τοὺς καρποὺς πλήρεις γεγονέναι οὐκ ἄν εὐσεβῶς λέγοιμεν ἔργον εἶναι τῶν γεωργῶν ἀλλ' ἔργον τοῦ Θεοῦ»)
2. σύμφωνα με την ορθόδοξο πίστη («τῶν εὐσεβῶς και πιστῶς βασιλευσάντων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σεβής (< σέβας), πρβλ. ασεβής, θεοσεβής. Η λ. στην αρχ. ελλ. σήμαινε «τον πιστό στα καθήκοντά του» και κυρίως στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Η σημασία αυτή διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική, στην οποία η λ. χρησιμοποιείται για κάποιον που δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό προς τα θεία].
Translations
Arabic: وَرِع, تَقِيّ; Belarusian: богабаязны; Dutch: godvrezend; English: god-fearing, God-fearing, godfearing; Finnish: jumalaapelkäävä; French: religieux, craignant Dieu; German: gottesfürchtig; Greek: θεοφοβούμενος, που έχει τον φόβο του Θεού, που φοβάται τον Θεό, θεοβλαβούμενος, που ευλαβείται τον Θεό, θεοσεβής, θεοσεβούμενος, ευσεβής; Ancient Greek: εὐλαβής, θεοπειθής, θεοσεβής, θεουδής, θεόφοβος; Hebrew: יְרֵא אֱלקִים; Hungarian: istenfélő; Italian: timorato di Dio; Kurdish Central Kurdish: خواناس; Latin: pius, sanctus; Macedonian: богобојазлив; Norwegian Bokmål: gudfryktig; Polish: bogobojny; Portuguese: pio, devoto, temente a Deus; Russian: богобоязненный, богобоязливый; Spanish: pío, devoto, temeroso de Dios; Swedish: gudfruktig; Ukrainian: богобоязливий, богобоязний, богобоязкий