εντός

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

(AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.)
1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῖται», Θουκ.)
2. απ' αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά
(«ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.)
3. (για χρόνο) μέσα σ' ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. α) «(τὰ) ἐντός μου» — η πνευματική και ψυχική μου υπόσταση
β) «μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου», (Βιζυην.)
αρχ.-μσν.
(και πληθ.) τὰ ἐντός
τα εντόσθια, τα σπλάγχνα
αρχ.
φρ.
1. «ἐντός τινος ποιῶ» — τοποθετώ φρουρά σε μια περιοχή
2. «ἐντὸς τοῦ νόμου εἰμί» — προστατεύομαι από τον νόμο
3. «ἐντὸς εἰμὶ τῶν συμβαινόντων παθῶν» — έχω γνώση από προσωπική πείρα
4. «ἐντὸς τῶν μαθημάτων ἐστί» — περιλαμβάνεται στα διδασκόμενα
5. «ἐντὸς τῶν μέτρων» — μέσα στα όρια παρακειμένου κτήματος
6. «οἱ ἐντὸς ἡλικίας γεγονότες» — οι ενήλικοι, αυτοί που βρίσκονται στην ανδρική ηλικία
7. «ἐντὸς ἀνεψιότητος» — ώς τον βαθμό συγγένειας τών εξαδέλφων
8. «ἐντὸς ἐμαυτοῦ» ή «ἐντὸς τῶν λογισμῶν εἰμι» — έχω νηφάλιο λογισμό, εχεφρονώ
9. «ἐντὸς ἐμαυτοῦ» ή «ἐντὸς τῶν λογισμῶν γίγνομαι» — ξαναποκτώ την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι. ΙΙ. (ειδ.) (με αριθμτ. που δηλώνουν χρόνο ή ποσό) με υπολογισμό και του οριζόμενου αριθμού ή κάτω από τον οριζόμενο αριθμό («ἐντὸς δραχμῶν πεντήκοντα», Πλάτ.
«τὰς ἐντὸς εἴκοσιν γὰρ ἐκδικάζομεν», Αριστοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στον τ. εντός εμφανίζεται ως α΄ συνθετικό η πρόθεση εν και ως β' συνθετικό επίθημα -τος (πρβλ. λατ. intus). Ο τ. εντός χρησιμοποιείται και ως πρόθεση και ως επίρρημα
ως πρόθεση συντάσσεται με (προτασσόμενη ή επιτασσόμενη) γενική].