Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωρίτης

From LSJ
Revision as of 14:52, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρῑ́της Medium diacritics: χωρίτης Low diacritics: χωρίτης Capitals: ΧΩΡΙΤΗΣ
Transliteration A: chōrítēs Transliteration B: chōritēs Transliteration C: choritis Beta Code: xwri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A countryman, rustic, boor, S.Fr.21, X.HG3.2.31, AP7.657 (Leon.), Muson. Fr.11p.60H.:—fem. χωρῖτις, χωρίτιδος, a country girl, Luc.DDeor.20.13.
2 one dwelling in a place or one dwelling in a country, inhabitant, A.Eu.1035 (lyr.); χ. δράκων Id.Fr.123, cf. S.Fr.226.
3 inhabitant of a country town (χῶρος ΙΙ.4), οἱ χωρῖτε οἱ Ζελειτῶν, opp. οἱ κωμῆται οἱ Συκηνῶν, LW1534 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 1388] ὁ, fem. χωρῖτις, 1) Landbewohner, Einwohner, Aesch. Eum. 988; Landmann, Bauer, Xen. Hell. 3, 2,22; Sp., wie Plut. Sull. 7; Bäuerinn, Luc. D. D. 20, 13. – 2) als adj., ländlich, bäuerlich, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habitant de la campagne, cultivateur.
Étymologie: χωρίον.

Russian (Dvoretsky)

χωρίτης: ου (ῑ) ὁ χώρα
1 местный житель, туземец Aesch., Soph.;
2 сельский житель, поселянин, крестьянин Soph., Xen. etc.

Greek (Liddell-Scott)

χωρίτης: [ῐ], -ου, ὁ, ἀγρότης, χωρικός, «χωριάτης», Σοφοκλ. Ἀποσπ. 22, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, ἐν τέλει, Ἀνθ. Π. 7. 657· - θηλ. χωρῖτις, χωρίτιδος, κόρη χωρική, «χωριατοποῦλα», Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 13. 2) ὁ κατοικῶν ἔν τινι τόπῳ ἢ χώρα, κάτοικος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1035· χ. δράκων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 121, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 219.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. χωρῖτις, χωρίτιδος, ΜΑ
αγρότης, χωρικός
αρχ.
1. κάτοικος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁδηγός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + επίθημα -ίτης/-ῖτις (πρβλ. ὁπλίτης / -ῖτις)].

Greek Monotonic

χωρίτης: [ῑ], -ου, ὁ (χώρα
1. αγρότης, χωρικός, χωριάτης, σε Ξεν., Ανθ.· θηλ. -ῖτις, -ιδος, χωριατοπούλα, σε Λουκ.
2. αυτός που κατοικεί σε κάποιον τόπο ή χώρα, κάτοικος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χώρα
1. a countryman, rustic, boor, Xen., Anth.:—fem. χωρῖτις, ιδος, a country girl, Luc.
2. one dwelling in a spot or country, a native, Aesch.

English (Woodhouse)

peasant, opposed to townsman

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)