ἄκνισος
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
ἄκνισον, (κνῖσα)
A without fat of sacrifices, βωμός AP10.7 (Arch.); βωμοῖσι παρ' ἀκνίσοισι cj. Cobet in Luc.JTr.6.
2 lacking in fats, τροφή Thphr.CP2.4.6, cf. Plu.2.123b.
3 without savoury odour, Hp.Morb.2.54; ἔλαιον not greasy, Aret.CA1.6. Adv. ἀκνίσως = without being smoked or without being burnt, Gal.14.266.
Spanish (DGE)
(ἄκνῑσος) -ον
• Alolema(s): ἄκνισσος Plu.2.123b
I 1que no tiene grasa, en que no se sacrifica βωμός AP 10.7 (Arch.).
2 pobre en grasas σιτίοισι διαχρῆσθαι ... ἀνάλτοισι καὶ ἀκνίσοισιν Hp.Morb.2.54a, (τροφή) Thphr.CP 2.4.6, cf. Plu.l.c.
•muy refinado ἔλαιον ἄ. Aret.CA 1.6.5.
II adv. ἀκνίσως = sin humo, sin ahumar ἵνα ἀκνίσως ἡ ἕψησις αὐτῶν γένηται Gal.14.266.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans graisse, non gras, maigre.
Étymologie: ἀ, κνῖσα.
German (Pape)
[ῑ], ohne Opferduft, βωμός Automed. 8 (XI.324); Archi. 16 (X.7); τροφή Plut., mit ἁπλῆ vrbd., ohne Fett, Symp. 4.1, de san. tu. p. 373.
Russian (Dvoretsky)
ἄκνῑσος:
1 не окутанный жертвенным чадом, т. е. погасший, пустой (βωμός Luc., Anth.);
2 нежирный (τροφή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκνῑσος: -ον, (κνῖσα) = ἄνευ κνίσης, ἤτοι ἄνευ τοῦ πάχους τῶν θυμάτων, βωμός, Ἀνθ. Π. 10. 7· οὕτως ὁ Κόβητος διορθοῖ, βωμοῖσι παρ’ ἀκνίσοισι ἐν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 6. 2) ἰσχνός, ἀδύνατος, ἐπὶ προσώπων, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 6· ἐπὶ ἐδέσματος, Πλουτ. 2. 123Β.
Greek Monolingual
ἄκνισος, -ον (Α) κνῖσα
1. αυτός που δεν έχει κνίσα προερχόμενη από θυσίες
2. (για τροφή) άπαχος
3. αυτός που δεν έχει ωραία οσμή.
Greek Monotonic
ἄκνῑσος: -ον (κνῖσα), χωρίς το πάχος, το λίπος των θυσιών, σε Ανθ.
Middle Liddell
κνῖσα
without the fat of sacrifices, Anth.