σιδηρόφρων

From LSJ
Revision as of 09:05, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόφρων Medium diacritics: σιδηρόφρων Low diacritics: σιδηρόφρων Capitals: ΣΙΔΗΡΟΦΡΩΝ
Transliteration A: sidēróphrōn Transliteration B: sidērophrōn Transliteration C: sidirofron Beta Code: sidhro/frwn

English (LSJ)

σιδηρόφρον, gen. ονος, of iron heart, A.Pr.244; σ. θυμός Id.Th.52; φόνος E.Ph.672 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 880] eisernes Sinnes, Herzens; Aesch. Prom. 242; θυμός, Spt. 52; σιδαρόφρων φόνος, Eur. Phoen. 676.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
au cœur de fer.
Étymologie: σίδηρος, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόφρων -ον gen. -ονος, Dor. σιδᾱρόφρων [σίδηρος, φρῆν] met ijzeren gezindheid, hardvochtig.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόφρων: дор. σῐδᾱρόφρων 2, gen. ονος с железным сердцем, жестокосердный (θυμός Aesch.; φόνος Eur.).

Greek Monolingual

-ήροφρον, Α
αυτός που έχει σιδερένια, σκληρή καρδιά, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικόφρων].

Greek Monotonic

σῐδηρόφρων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που έχει καρδιά από σίδερο, σκληρόκαρδος, σκληρόπετσος, ανάλγητος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόφρων: -ον, γεν. -ονος, ὁ ἔχων σιδηρᾶν καρδίαν, σιδηροῦν νοῦν, σκληροκάρδιος, Αἰσχύλ. Πρ. 242· σ. θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 52· φόνος Εὐρ. Φοίν. 672. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 421.

Middle Liddell

σῐδηρό-φρων, ονος,
of iron heart, Aesch., Eur.