σιδηρόφρων
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
English (LSJ)
σιδηρόφρον, gen. ονος, of iron heart, A.Pr.244; σ. θυμός Id.Th.52; φόνος E.Ph.672 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 880] eisernes Sinnes, Herzens; Aesch. Prom. 242; θυμός, Spt. 52; σιδαρόφρων φόνος, Eur. Phoen. 676.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
au cœur de fer.
Étymologie: σίδηρος, φρήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρόφρων -ον gen. -ονος, Dor. σιδᾱρόφρων [σίδηρος, φρῆν] met ijzeren gezindheid, hardvochtig.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόφρων: дор. σῐδᾱρόφρων 2, gen. ονος с железным сердцем, жестокосердный (θυμός Aesch.; φόνος Eur.).
Greek Monolingual
-ήροφρον, Α
αυτός που έχει σιδερένια, σκληρή καρδιά, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικόφρων].
Greek Monotonic
σῐδηρόφρων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που έχει καρδιά από σίδερο, σκληρόκαρδος, σκληρόπετσος, ανάλγητος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόφρων: -ον, γεν. -ονος, ὁ ἔχων σιδηρᾶν καρδίαν, σιδηροῦν νοῦν, σκληροκάρδιος, Αἰσχύλ. Πρ. 242· σ. θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 52· φόνος Εὐρ. Φοίν. 672. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 421.