ψαίρω
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
only pres., and not in Att. Prose: (v. ψάω):
I trans., graze, brush lightly, touch gently, οἶμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς.. οἰωνός is ready to skim the path of ether, A.Pr.396; rub, scrape gently in washing, Eun.VSp.486B.
II intr., move lightly or quiver, flutter, palpitate, of an irregular pulse and the like, Hp.Mul.2.120: hence, rustle, murmur, of the rustling of leaves in the breeze, Luc. Trag.315; of stars, twinkle, Nic.Th.123.
2 ψαίρειν λέγομεν τὸ ἱστίον ὅταν ἐλαφρῶς διαπνέηται Hsch. s.v. διαψαίρουσι.
German (Pape)
[Seite 1389] 1) eigtl. streichen, streicheln, reiben, schaben. – 2) gew. intrans., von jeder leichten, sanften Bewegung und dem dadurch erweckten Geräusch; daher bes. von dem Säuseln, Zittern der im Winde bewegten Blätter, säuseln, flüstern; nach Schol. Eur. Phoen. 1399 war ψαίρει τὸ ἄρμενον ein Schifferausdruck, ὅταν μὴ πολὺς ἄνεμος πνέῃ; u. ähnl. erkl. es Galen. u. Erotian. bei Hippocr., wie Schol. Ar. ἡσυχῆ διακινεῖσθαι καὶ ψοφεῖν; überh. schwanken, sich schwankend hin und her bewegen, ἀλλὰ λιγὺ ψαίρει κείνου περὶ δέρμα πίτυς Luc. Tragodop. 314; – ψαίρειν οἶμον αἰθέρος, hinsäuseln durch die Aetherbahn, Aesch. Prom. 394.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 intr. faire un bruit léger;
2 tr. toucher légèrement, effleurer, raser.
Étymologie: ψάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψαίρω [~ ψάω, ~ σαίρω?] strijken langs, licht aanraken, met acc.; intrans. ruisen (van bladeren).
Russian (Dvoretsky)
ψαίρω:
1 задевать: οἶμον αἰθέρος ψ. πτεροῖς Aesch. разрезать крыльями воздушное пространство;
2 издавать шорох, шуршать, шелестеть Luc.
Greek Monolingual
Α
(μόνον στον ενεστ.)
1. (μτβ.) α) αγγίζω κάτι ελαφρά
β) τρίβω ή ξύνω κάτι λίγο κατά την πλύση
2. (αμτβ.) α) κινούμαι ήρεμα ή ελαφρά
β) (για φύλλα) θροΐζω
γ) (για σφυγμό) πάλλω
δ) (για άστρο) λαμπυρίζω
ε) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ψαίρειν λέγομεν τὸ ἱστίον ὅταν ἐλαφρῶς διαπνέηται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψαίρω έχει σχηματιστεί δευτερογενώς με συμφυρμό τών ψήω/ψῆν «τρίβω και σκουπίζω» και σαίρω «σαρώνω, σκουπίζω»].
Greek Monotonic
ψαίρω: μόνο στον ενεστ. (ψάω)·
I. μτβ., τρίβω, ψηλαφώ, αγγίζω απαλά· οἶμον αἰθέρος ψαίρει, αγγίζει, ξύνω ελαφρά τον αέρα, σε Αισχύλ.
II. αμτβ., κινούμαι ελαφρώς, πάλλομαι, τινάζομαι, θροΐζω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
ψαίρω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ οὐχὶ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ· (ἴδε ψάω)· Ι. μεταβατ., ψαύω ἐλαφρῶς, οἶμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς... οἰωνός, ἐγγίζει, ψαύει τὸν αἰθέρα, Αἰσχύλ. Πρ. 394· πρβλ. τρίβειν οἶμον· ― τρίβω ἐλαφρῶς πλύνων, Εὐνάπ. σ. 77. ΙΙ. ἀμετάβ., κινοῦμαι ἐλαφρῶς, πάλλω, τινάσσομαι, ἐπὶ ἀνωμάλου σφυγμοῦ καὶ τῶν ὁμοίων, Ἱππ. 643. 45., 655. 54· ἐντεῦθεν, ποιῶ θόρυβον, ὡς τὸ ψιθυρίζω, ἐπὶ τῶν φύλλων κινουμένων καὶ τριβομένων πρὸς ἄλληλα ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Λουκ. Τραγῳποδ. 315· ἐπὶ τῆς κινήσεως τῶν ἀστέρων, Νικ. Θηρ. 123. (Πιθανώς διαλεκτικὸς τύπος τοῦ σπαίρω, ἀσπαίρω, πρβλ. Ψψ. ΙΙ). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ψαίρει· τινάσσει, ῥιπίζει», καί, «ψαίρειν· ἀσθενῶς τι ποιεῖν».
Middle Liddell
Ψαίρω, only in pres.,] [ψάω]
I. trans. to graze, scrape, touch gently, οἶμον αἰθέρος ψαίρει is ready to skim the path of ether, Aesch.
II. intr. to move lightly, flutter, rustle, murmur, Luc.
Frisk Etymology German
ψαίρω: {psaírō}
Forms: nur Präs.
Grammar: v.
Meaning: streichen, leicht reiben, auch intr. von einer leichten Bewegung flattern, vibrieren, zittern und von dem dabei entstehenden Geräusch säuseln, von Blättern (Hp., A. Pr. 394, E., Hermipp., Ar., Nik., Opp.).
Composita: auch m. Präfix, bes. δια-,
Etymology: Vgl. die Reimwörter σαίρω, σπαίρω, σκαίρω und ψῆν. Anders Benveniste MSL 23, 405 (zu aw. fšarəma- m. Scham, russ. sórom Schande); gewiß nicht besser.
Page 2,1127