συνεκδίδωμι
πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
English (LSJ)
A join in giving out, τὴν ἀποχήν PFlor.95.15 (iv A.D.); yield up together, αὑτούς Plu.Dem.23; give out also, Id.2.699b:—Pass., Philostr. VA3.39.
2 help a poor man in portioning out his daughter (cf. ἐκδίδωμι 1.2), σ. τισὶ θυγατέρας Lys.19.59, D.18.268:—Med., PEnteux.91.2 (iii B.C., but dub. sens.), D.H.2.10.
3 Pass., to be lent as well, of money, Lys.Oxy.1606.323.
II intr., end in like manner, EM812.51:—Pass., ib.800.21.
German (Pape)
[Seite 1012] (s. δίδωμι), mit, zugleich, zusammen ausgeben, ausstatten u. verheirathen, ausstatten helfen, θυγατέρα τινί, Lys. 19, 59; Dem. 18, 268; κόρας, D. Cass. 58, 2, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
1 aider à établir, à marier une fille;
2 livrer également;
3 rejeter ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκδίδωμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκδίδωμι samen (met...) of tegelijk (met...) uitleveren, met acc. en dat. iem. samen met iem.: ἡμῖν λανθάνετε πάντας αὑτοὺς συνεκδιδόντες jullie vergeten dat jullie met ons ook jullie zelf allemaal uitleveren Plut. Demosth. 23.6. helpen uit te huwelijken, met dat. en acc.: τισιν θυγατέρας συνεξέδωκα ik heb bepaalde mensen geholpen met het uithuwelijken van hun dochter (d.w.z. aan de bruidsschat bijgedragen) Dem. 18.268.
Russian (Dvoretsky)
συνεκδίδωμι:
1 одновременно выдавать: αὑτοὺς σ. τινί Plut. выдавать себя самих (с головой);
2 помогать выдать замуж (τινι θυγατέρα Lys., Dem., Plut.);
3 выбрасывать, извергать (τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεκδίδωμι: ἐκδίδω ὁμοῦ, παραδίδω ὁμοῦ, τινὰ Πλουτ. Δημοσθ. 23 ἐν τέλει· ἐκρίπτω ὁμοῦ, ὁ αὐτ. 2. 699Β. 2) βοηθῶ πτωχὸν ἄνθρωπον εἰς προίκισιν τῆς κόρης αὐτοῦ πρὸς γάμον, συνεισφέρω πρὸς ἔκδοσιν αὐτῆς εἰς γάμον (πρβλ. ἐκδίδωμι Ι. 2), συν. τινὶ τὴν θυγατέρα Λυσί. 157. 18, Δημ. 316. 4· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Διον. Ἁλ. 2. 10. ΙΙ. ἀμεταβ., λήγω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Ἐτυμ. Μέγ.
Greek Monolingual
Α ἐκδίδωμι
1. εκδίδω κάτι μαζί με κάποιον
2. παραδίδω κάτι μαζί με κάποιον
3. απορρίπτω κάτι επί πλέον
4. βοηθώ κάποιον να προικίσει την κόρη ή την αδελφή του («συνεκδιδόντες πενομένοις θυγατέρας», Πλούτ.)
5. (αμτβ.) τελειώνω, λήγω με όμοιο τρόπο
6. παθ. συνεκδίδομαι
(για χρήματα) παρέχομαι ως επί πλέον δάνειο.
Greek Monotonic
συνεκδίδωμι: μέλ. -δώσω,
1. παραχωρώ ή παραδίδω μαζί, δίνω σε γάμο, παντρεύω συγχρόνως, σε Πλούτ.
2. βοηθώ κάποιον φτωχό να προικίσει την κόρη του, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. -δώσω
1. to give out or give up together Plut.
2. to help a poor man in portioning out his daughter, Dem.