βραγχώδης
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
βραγχῶδες,
A subject to hoarseness, Hp.Aër.6, Epid.1.1. Adv. βραγχωδῶς = with a hoarse voice Gal.13.4.
2 causing hoarseness, ὕδατα βραγχωδέστατα Hp.Aër.7.
Spanish (DGE)
-ες
• Morfología: [plu. nom. -δέες Aret.SD 1.10.3; ac. -δέας Hp.Aër.6]
I de pers. y de la voz
1 ronco Hp.Aër.l.c., Epid.1.1, Gal.13.4, 16.597, 17(1).56, 58, Aret.SD l.c., φωνή Aret.SD 1.8.5, φωνὴν βραγχώδεες Aret.SA 2.2.15
•subst. τὸ βραγχῶδες = ronquera Ruf.Interrog.7.
2 de cosa productor de ronquera ὕδατα Hp.Aër.7.
II adv. βραγχωδῶς = con ronquera φθεγγόμενοι Gal.13.4.
German (Pape)
[Seite 460] ες, heiser, Hippocr.; φωνή Poll. 2, 117; ὕδατα, heiser machend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βραγχώδης: -ες, (εἶδος) ὑποκείμενος εἰς βραγχνάδαν, Ἱππ. Ἀέρ. 283, Ἐπιδ. Α΄, 939. - Ἐπίρρ. -δῶς Γαλην. 13. 4. 2) ἐπιφέρων αὐτήν, Ἱππ.
Greek Monolingual
βραγχώδης, -ες (Α) βράγχος
1. αυτός που είναι ευαίσθητος στον λαιμό και βραχνιάζει εύκολα
2. εκείνος που προξενεί βραχνάδα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραγχώδης -ες βράγχος lijdend aan heesheid:; εἶναι... βραγχώδεας διὰ τὸν ἠέρα hees zijn door de lucht Hp. Aër. 6; heesheid opwekkend:. βραγχωδέστατα (kou) wekt bij uitstek heesheid op Hp. Aër. 7.