βαῦνος

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαῦνος Medium diacritics: βαῦνος Low diacritics: βαύνος Capitals: ΒΑΥΝΟΣ
Transliteration A: baûnos Transliteration B: baunos Transliteration C: vaynos Beta Code: bau=nos

English (LSJ)

or βαυνός, ὁ, furnace, forge, Eratosth.24, Max.Tyr.22.3, Asp. in EN104.23; also, = χυτρόπους, Poll.10.100:—in Hsch. also βαύνη, ἡ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): βαυνός Eratosth.24
1 horno para uso industrial ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.l.c., πρὸς τῷ βαύνῳ ... διημερεύοντας Max.Tyr.16.3, cf. Asp.in EN 104.23, Ael.Dion.β 11, AB 222.22.
2 brasero con patas tb. llamado χυτρόπους Poll.10.100, Hsch.
• Etimología: Prob. se trate de un prést. minorasiático.

German (Pape)

[Seite 439] (unattisch nach Arcad. p. 64 βαυνός), ὁ, Ofen, VLL.; Max. Tyr.; ein tragbarer, χυτρόπους, Hesych., eine Art Kohlenpfanne.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
four, fourneau.
Étymologie: DELG emprunt probable.

Greek (Liddell-Scott)

βαῦνος: ἢ βαυνός, ὁ, (αὔω) κλίβανος, κάμινος, Α. Β. 654, Πολυδ. Ι΄, 100· παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως βαύνη, ἡ.

Greek Monolingual

βαύνος, βαῦνος και βαυνός, ο (Α)
1. κλίβανος, φούρνος
2. τρίπους, πυροστιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το αντικείμενο που δήλωνε και με την τεχνική που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, αλλά πιθ. να είναι αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. βάναυσος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: furnace, auch = χυτρόπους (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);
Other forms: Cf. βαύνη κάμινος η χωνευτήριον H..
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Technical term without etym. Fur. 236 compares αὖνος κάμινος.

Frisk Etymology German

βαῦνος: {baũnos}
Forms: H. auch βαύνη· κάμινοςχωνευτήριον.
Grammar: m.
Meaning: Schmelzofen, Brennofen, auch = χυτρόπους (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);
Etymology: Technisches Wort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu βάναυσος.
Page 1,229