μανιώδης

Revision as of 12:12, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

μανιῶδες,
A like madness, νοσεύματα Hp.Aër.7, cf. Coac.475.
2 like a madman, crazy, ὑπόσχεσις Th.4.39; καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει E.Ba.299; μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως Alex.219.9; κύνας μανιώδης καὶ δυσπειθεστάτας X.Mem.4.1.3: Comp. μανιωδέστερον ἢ κατά… J.AJ2.12.2. Adv. μανιωδῶς Gal. 5.415, Paul.Aeg.3.6, Sch.Theoc.1.83.
II causing madness, Dsc. 1.68, 4.68; ἱμάσθλη Πανός Nonn. D. 10.4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à un fou, déraisonnable, insensé.
Étymologie: μανία, -ώδης.

German (Pape)

ες, wie rasend; τὸ μανιῶδες μαντικὴν πολλὴν ἔχει, der Wahnsinn, Eur. Bacch. 299; κύνες, Xen. Mem. 4.1.3; unsinnig, ὑπόσχεσις, Thuc. 4.39; ἱμάσθλη, Nonn. D. 10.4.

Russian (Dvoretsky)

μᾰνιώδης:
1 безумный, безрассудный (ὑπόσχεσις Thuc.);
2 яростный (κύνες Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μανιώδης: -ες, ὅμοιος μανίᾳ, μ. νόσημα Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μαινόμενος, παράφρων, μανικός, κύνες Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3. 2) παράφρων, «τρελλός», ἀνόητος, ὑπόσχεσις Θουκ. 4. 39· τὸ μ., μανία, καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει Εὐρ. Βάκχ. 299· μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 3. 9. ΙΙ. πρόξενος μανίας, Διοσκ. 4. 69.

Greek Monolingual

-ες (AM μανιώδης, -ῶδες) μανία
1. αυτός που κατέχεται από μανία, παράφρων, τρελός, μανιακόςμανιώδης συμπεριφορά»)
νεοελλ.
αυτός που αρέσκεται υπερβολικά σε κάτι, αυτός που αγαπά κάτι με μανίαείναι μανιώδης καπνιστής»)
νεοελλ.-μσν.
1. ασυγκράτητος, σφοδρός, θυελλώδηςμανιώδης άνεμος»)
2. εξοργισμένος, παράφορος, οργίλος, αυτός που βρίσκεται σε παροξυσμό οργής
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με μανία, που έχει τα συμπτώματα της μανίας («περιπνευμονίαι τε καὶ μανιώδεα νοσεύματα», Ιπποκρ.)
2. ανόητος («τοῦ Κλέωνος καίπερ μανιώδης οὖσα ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη», Θουκ.)
3. αυτός που κάνει μανιακό κάποιον.
επίρρ...
μανιωδώς (AM μανιωδῶς)
με μανιώδη τρόπο, με μανία, εμμανώς.

Greek Monotonic

μᾰνιώδης: -ες (εἶδος),
1. παράφρων, τρελός, σε Ξεν.
2. αυτός που μοιάζει με τρελό, παλαβός, σε Θουκ.· τὸ μανιῶδες, τρέλα, σε Ευρ.

Middle Liddell

μᾰνι-ώδης, ες εἶδος
1. like madness, mad, Xen.
2. like a madman, crazy, Thuc.; τὸ μ. madness, Eur.

English (Woodhouse)

mad, out of one's senses

Mantoulidis Etymological

(=τρελός). Ἀπό τό μανία + εἶδος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μαίνομαι.

Translations

mad (insane)

Albanian: marrë; Arabic: ⁧مَجْنُون⁩; Armenian: խենթ, գիժ; Assamese: বলিয়া, পগলা; Azerbaijani: dəli, gic, divanə, məcnun; Breton: foll, sot; Bulgarian: луд; Catalan: boig; Chinese Cantonese: 癡線/痴线, 癲/癫; Mandarin: 瘋狂/疯狂, 瘋/疯; Czech: šílený; Danish: vanvittig, skør, sindssyg, gal; Dutch: waanzinnig, gek, zot; Esperanto: freneza; Estonian: hull; Faroese: ørur, svakur; Finnish: hullu, mieletön; French: fou, folle, fol; Galician: tolo; Georgian: გიჟი, შეშლილი, სულიერად ავადმყოფი, შეურაცხადი; German: wahnsinnig, verrückt, toll, irre, geisteskrank; Greek: τρελός, παράφρονας, φρενοβλαβής, μανιακός; Ancient Greek: ἀεσίφρων, βλαψίφρων, ἐκμανής, ἐμβρόντητος, ἐμπληγής, ἐπιμανής, μανιάς, μανικός, μανιώδης, μάργος, μαργῶν, μαργῶσα, παραπλήξ, περιμανής, φρενοβλαβής, φρενόληπτος, φρενομανής, φρενόπληκτος, φρενώλης; Hebrew: ⁧מְשֻׁגָּע⁩, ⁧מְטֹרָף⁩; Hindi: पागल, उन्मद, बावला, बावरा, विक्षिप्त; Hungarian: őrült; Icelandic: ær; Ido: fola; Indonesian: gila, edan; Italian: pazzo, folle, matto, insano; Japanese: 気が狂った, 狂しい, 頭がおかしい; Javanese: edan; Korean: 미친; Kurdish Central Kurdish: ⁧شێت⁩; Northern Kurdish: dîn, bêhiş; Latin: delirus, vecors, insanus, demens; Latvian: traks, ārprātīgs, vājprātīgs; Lithuanian: pamišęs, nenormalus, beprotis, išprotėjęs; Livonian: ul; Louisiana Creole French: fou, fòl; Macedonian: луд; Malay: gila; Manx: meecheeallagh; Ngarrindjeri: wurangi; Norwegian: gal, sprø; Occitan: baug; Old English: wōd; Pashto: ⁧لېونی⁩; Persian: ⁧دیوانه⁩; Pitjantjatjara: rama; Plautdietsch: errsennich; Polish: szalony; Portuguese: louco, maluco, doido; Russian: сумасшедший, безумный, бешеный, душевнобольной, невменяемый; Sardinian: maccu, iscassiadu; Scottish Gaelic: às a ciall, às a chiall; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̑д; Roman: lȗd; Slovak: bláznivý; Spanish: loco, trastornado, zumbado; Swedish: vansinnig, galen; Thai: บ้า, วิกลจริต; Turkish: deli, kuduruk, beç, kaçık, üşütük, fıttırık; Ukrainian: божевільний, збожеволілий; Urdu: ⁧پاگل⁩; Vietnamese: điên, cuồng; Volapük: lienetik

insane

Albanian: i çmendur; Arabic: ⁧مَجْنُون⁩, ⁧مَخْبُول⁩; Armenian: խելագար; Azerbaijani: dəli; Belarusian: шалёны, душэўнахворы, бязумны; Bengali: পাগল, দেওয়ানা; Bulgarian: луд, душевноболен, невменяем; Burmese: ရူး; Catalan: dement, foll, boig, malament del cap, tronat, guillat, tocat del bolet; Chinese Mandarin: 精神失常, 精神錯亂/精神错乱, 瘋狂/疯狂, 發狂/发狂; Czech: šílený; Danish: sindssyg; Dutch: gestoord, waanzinnig; Esperanto: freneza; Estonian: hull, hullumeelne, nõdrameelne; Finnish: mielenvikainen, hullu; French: dérangé, délirant, fou, dément; Galician: tolo, louco; Georgian: სულიერად ავადმყოფი, სულით ავადმყოფი, ფსიქიურად ავადმყოფი, შეურაცხადი, გიჟი, არანორმალური, შეშლილი, გადარეული; German: wahnsinnig, verrückt, geisteskrank; Greek: παράφρων, τρελός; Ancient Greek: ἀπόπληκτος, ἄφρων, ἐκφρενής, ἔκφρων, ἐπιμανής, μανικός, μανιῶδες, μανιώδης, μάργος, μαργῶν, μαργῶσα, μωρός, παράκοπος, παραπεπληγμένος, παράπλακτος, παράπληκτος, παραπλήξ, παραφρόνιμος, παράφρων, σεληνόβλητος, σιφλός, φρενοβλαβής, φρενώλης; Hebrew: ⁧בלתי־שפוי⁩; Hindi: पागल, दीवाना; Hungarian: őrült, elmebeteg, bolond; Icelandic: geðveikur; Indonesian: sinting, edan; Italian: insano, pazzo, folle; Japanese: 気が狂った, 狂しい, 頭がおかしい; Javanese: kentir, pekok, edan; Kazakh: ақылсыз, есалаң; Khmer: ឆ្កួត, ឧម្មត្តកៈ; Korean: 제정신이 아니다; Kyrgyz: жинди; Lao: ບ້າ; Latin: demens, insanus, vecors; Latvian: ārprātīgs, traks, vājprātīgs; Lithuanian: pamišęs, išprotėjęs; Macedonian: луд; Mongolian Cyrillic: солиотой, галзуу; Nepali: बौलाहा, पागल; Norwegian Bokmål: sinnsyk; Old English: wōd; Pashto: ⁧لېونی⁩, ⁧مجنون⁩; Persian: ⁧مجنون⁩, ⁧دیوانه⁩; Plautdietsch: domm, errsennich; Polish: szalony, obłąkany, porąbany, pojebany, jebnięty, popierdolony, pierdolnięty, świrnięty, zdurniały; Portuguese: insano, doido, louco, débil mental; Romanian: nebun, alienat, dement, dezechilibrat psihic; Russian: душевнобольной, невменяемый, сумасшедший, безумный, умалишённый, помешанный; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̑д, бѐзӯман; Roman: lȗd, bèzūman; Slovak: šialený; Slovene: blazen; Spanish: enfermo mental, loco, demente, enajenado, alienado, perturbado, desequilibrado, chiflado, chalado, ido, vesánico, desquiciado, sonado, trastornado, pirado; Swedish: vansinnig, galen, sinnessjuk; Tagalog: baliw; Tajik: девона, маҷнун, ҷиннӣ; Thai: บ้า; Tibetan: སྨྱོན་པ; Turkish: deli; Ukrainian: божеві́льний, безумний, шалений, душевнохворий; Urdu: ⁧پاگل⁩, ⁧دیوانہ⁩; Uzbek: jinni; Vietnamese: điên, cuồng, điên rồ; Zazaki: xint, qudis