θεωρίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
1 (with and without ναῦς) sacred ship, which carried the θεωροί to their destination, Hdt.6.87, cf. Call.Del.314: metaph., ἄστολος θ., of Charon's bark, A.Th.858 (lyr.).
2 (sc. ὁδός) road by which the θεωροί went, Hsch.
II pl., = Βάκχαι, Id., cf. Plb.30.25.12; of attendants of Apollo, Nonn. D. 9.261.
German (Pape)
[Seite 1206] ίδος, ἡ, die heilige Gesandtschaft, θεωρία betreffend; bes. mit u. ohne ναῦς ein heiliges Schiff, welches zur Absendung der θεωροί und Gesandtschaften, zur Überbringung u. Abholung von Personen u. Geldern im Staatsdienste gebraucht wurde; in Athen bes. die nach Delos fahrende θεωρίς berühmt, die noch aus Theseus Zeit stammen sollte, Her. 6, 87 Callim. Del. 314, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 217. Bei Aesch. Spt. 840 heißt so der Nachen des Charon; θεωρὶς ὁδός, der Weg der Theoren,Hesych.; –. αἱ θεωρίδες heißen auch die Bacchantinnen, Nonn. D. 9, 261; Hesych.; vgl. Lob. AglaoPham. p. 285.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
qui concerne les théories ; subst.
1 (s.e. ναῦς) le vaisseau des théories, le vaisseau sacré qui transportait les théores;
2 (s.e. ὁδός) la route que suivaient les théores.
Étymologie: θεωρός.
Russian (Dvoretsky)
θεωρίς: ίδος ἡ (sc. ναῦς) теорида, священный корабль, отвозивший теоров Her., Plat., Plut.: μελάγκροκος θ. Aesch. теорида под черными парусами, т. е. ладья Харона.
Greek (Liddell-Scott)
θεωρίς: -ίδος, ἡ. 1) (μετὰ τῆς λέξ. ναῦς καὶ ἄνευ αὐτῆς), ἱερὸν πλοῖον ὅπερ ἔφερε τοὺς θεωροὺς (πρβλ. θεωρὸς ΙΙ) εἰς τὸν τόπον εἰς ὃν ἐστέλλοντο, ἀλλὰ καὶ δι’ ἄλλας ἀνάγκας τῆς πολιτείας χρήσιμον, Ἡρόδ. 6. 87, πρβλ. Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 58B· ἡ συνήθεια τοῦ πέμπειν θεωρίδα ἕκαστον ἔτος εἰς Δῆλον λέγεται ὅτι ἤρξατο ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Θησέως, Spanh. Καλλ. εἰς Δῆλ. 314 Böckh P. E. 1. 286 κἑξ. - μεταφ. ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος Αἰσχύλ. Θήβ. 858. 2) (ἐξυπακ. ὁδὸς) ἡ ὁδὸς δι’ ἧς ἐπορεύοντο οἱ θεωροί, Ἡσύχ.· καὶ οὕτω (κατὰ τὸν Ἕρμανν.) ἐν Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ ἴδε Paley ἐν τόπῳ (851). ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., «Θεωρίδες· αἱ περὶ τὸν Διόνυσον Βάκχαι» Ἡσύχ.· ἢ ἐπὶ τῶν θεραπόντων τοῦ Ἀπόλλωνος, Νόνν. Δ. 9. 261· πρβλ. Λοβ. Ἀγλαοφ. 285.
Greek Monolingual
θεωρίς, -ίδος, ἡ (Α) θεωρός
1. το πλοίο που ανήκε στην ιερά πομπή και χρησιμοποιούνταν για την αποστολή τών θεωρών ή για μετακόμιση και παραλαβή προσώπων και χρημάτων που ανήκαν στην υπηρεσία της πόλεως
2. το πορθμείο του Χάρωνος
3. στον πληθ. θεωρίδες
α) οι θεράποντες του Απόλλωνος
β) οι Βάκχες του Διονύσου.
Greek Monotonic
θεωρίς: -ίδος, ἡ,
1. (με ή χωρίς το ναῦς), ιερό πλοίο, το οποίο μετέφερε τους θεωρούς στον προορισμό τους, (πρβλ. θεωρός I), χρησιμοποιείται ωστόσο και για άλλους σκοπούς της πόλης, σε Ηρόδ., Πλάτ.· μεταφ., λέγεται για τη βάρκα του Χάροντα, σε Αισχύλ.
2. (ενν. ὁδός), ο δρόμος από τον οποίο προχωρούσαν οι θεωροί.
Middle Liddell
θεωρίς, ίδος [.]
1. a sacred ship, which carried the θεωροί (cf. θεωρός II) to their destination, but was also used for other state-purposes, Hdt., Plat.: metaph. of Charon's bark, Aesch.
2. (sub. ὁδόσ) the road by which the θεωροί went.