δᾳδουχέω

From LSJ
Revision as of 11:12, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾳδουχέω Medium diacritics: δᾳδουχέω Low diacritics: δαδουχέω Capitals: ΔΑΔΟΥΧΕΩ
Transliteration A: dāidouchéō Transliteration B: dadoucheō Transliteration C: dadoucheo Beta Code: da|douxe/w

English (LSJ)

A carry a torch, especially in pageants, E.Tr.343, Luc.Cat. 22.
2 hold the office of δᾳδοῦχος 1.1, IG2.1413,1414.
II c. acc., celebrate, τὰ μυστήρια Them.Or.5.71a:—Med., γόον οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Epigr.Gr.413:—Pass., to be illuminated, Socr.Rhod. 1.

Spanish (DGE)

1 intr. ser portador de antorchas en el cortejo nupcial, E.Tr.343, en la procesión eleusina IG 22.3507 (Salamina I a.C.), 3508 (Eleusis I a.C.), Luc.Cat.22, Sch.S.Tr.214P.
2 tr. iluminar con antorchas, acompañar con antorchas una celebración ritual γόον, οὐχ ὑμέναιον IKios 102.5 (I a.C.), τὰ μυστήρια Them.Or.5.71a, τὴν πλάνην καὶ τὴν ἁρπαγὴν καὶ τὸ πένθος αὐταῖν Ἐλευσὶς δᾳδουχεῖ (de Deméter y Core), Clem.Al.Prot.2.12
c. ac. int. φέγγος ἐδᾳδούχουν περὶ παστῷ πεῦκαι AP 7.182 (Mel.)
fig. πρὸς τὴν ἀλήθειαν Thdt.Is.3.710.
3 en v. med.-pas. iluminarse λαμπάσι δᾳδουχουμένης ... πόλεως Socr.Rhod.2
prenderse, arder πυρὸς ἐν ἀπορρήτῳ δᾳδουχουμένου metáf. del amor fuego que arde en secreto Ach.Tat.5.15.6.

German (Pape)

[Seite 513] Fackeln halten, und mit ihnen vorleuchten, Eur. Tr. 343; Luc. Cat. 22. Dah. = mit Fackeln feiern, μυστήρια Themist.; pass., mit Fackeln erleuchtet werden, Ath. IV, 148 c.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. δᾳδουχήσω;
tenir une torche, dans les fêtes ou sacrifices.
Étymologie: δᾳδοῦχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δᾳδουχέω [δᾳδοῦχος] een fakkel dragen, fakkeldrager zijn.

Russian (Dvoretsky)

δᾳδουχέω: нести факел(ы) (ἐν γάμοις Eur.): δᾳδουχοῦσα Luc. женщина с факелом (в процессии).

Greek (Liddell-Scott)

δᾳδουχέω: ἔχω τὸ ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ δᾳδούχου, φέρω πυρσόν, ἰδίως ἐν πομπαῖς, Εὐρ. Τρῳ. 343, Λουκ. Κατάπλ. 22· δᾳδουχήσας, διατελέσας ἐν τούτῳ τῷ ὑπουργήματι, Συλλ. Ἐπιγρ. 387, 388, κ. ἀλλ. ΙΙ. μ. αἰτ., ἑορτάζω (μετὰ δᾴδων), τὰ μυστήρια Θεμίστ. 71Α· καὶ ἐν τῷ μέσ., γόον, οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 413. ― Παθ., φωτίζομαι, Ἀθήν. 148C.

Greek Monotonic

δᾳδουχέω: μέλ. -ήσω, κατέχω το αξίωμα του δᾳδούχου, μεταφέρω το δαυλό, κρατώ αναμμένα δαδιά και φέγγω ιδίως στις πομπές, σε Ευρ.

Middle Liddell

to hold the office of δαιδοῦχος, to carry a torch, especially in pageants, Eur.