Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνήδυντος

From LSJ
Revision as of 11:40, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήδυντος Medium diacritics: ἀνήδυντος Low diacritics: ανήδυντος Capitals: ΑΝΗΔΥΝΤΟΣ
Transliteration A: anḗdyntos Transliteration B: anēdyntos Transliteration C: anidyntos Beta Code: a)nh/duntos

English (LSJ)

ἀνήδυντον,
A not sweetened or not seasoned, Hp.Int.21, al., Arist.Pr. 925b18, etc.
2 metaph., Id.Pol.1340b16; ἀ. βραχυλογία Plu.Phoc. 5; ὕμνος Them.Or.18.218b; so, unpleasant, Hegesand.26; γυνή, φωνή, Plu.2.142b, 405d; ἦθος ἀ. πρὸς χάριν ib.799d.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀνήδυστος Arist.Pr.925b18
1 de un fruto que aún no esta dulce, inmaduro ῥᾶγες Arist.l.c.
fig. inmaduro, tierno ἡλικία Arist.Pol.1340b16.
2 que no ha sido aliñado τεῦτλον Hp.Int.21, junto a ὠμός no condimentado Hegesand.26
fig. insulso, soso φωνή Plu.2.405d, βραχυλογία Plu.Phoc.5, ὕμνος Them.Or.18.218b, ἀ. ἅλς poca gracia Ath.366b.
3 de pers. desagradable de una mujer ἄκρατος ... καὶ ἀ. Plu.2.142b, ἦθος ... πρὸς παιδιὰν καὶ χάριν ἀνήδυντον Plu.2.799d.

German (Pape)

[Seite 228] ungewürzt, unangenehm, ἅλες, dem ἡδυσμένοι entgegengesetzt, Ath. IX, 366 b; γυνή Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans agrément.
Étymologie: , ἡδύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήδυντος:
1 несладкий, невкусный (αἱ ἐπὶ τῶν βοτρύων ῥᾶγες Arst.);
2 неприятный (φωνή, γυνή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήδυντος: -ον, ὁ μὴ ἡδυσμένος, μὴ ἠρτυμένος, μὴ καρυκευθείς, Λατ. inconditus, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 25, πιθαν. 20. 23, Ἀθήν. 564Α, κτλ. 2) μεταφ., δυσάρεστος, ἀηδής, ἀπεχθής, γυνή, φωνὴ Πλούτ. 2. 142Β, 405D: - ἦθος ἀν., πρὸς χάριν, αὐτόθι 799D. - Ἐπίρρ., ἀνηδύντως Μ. Ψελλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθ. τόμ. Ε΄, σ. 401

Greek Monolingual

ἀνήδυντος, -ον (Α) ηδύνω
1. ο μη αρτυμένος, μη καρυκευμένος με μπαχαρικά, άγευστος
2. μτφ. δυσάρεστος, απωθητικός.

Greek Monotonic

ἀνήδυντος: -ον, άγλυκος ή ανώριμος, σε Αριστ.· δυσάρεστος, απεχθής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

not sweetened or seasoned, Arist.: unpleasant, Plut.