εἴποτε
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
or εἴ ποτε,
A if ever, Il.1.39; strengthened εἴ ποτε δή ib.503: used in asking a favour of any one, to call something to his mind, for εἴποτ' ἔην γε, i.e. as surely as he was.
II indirect, if or whether ever, Il.2.97, etc.
Spanish (DGE)
conj.
1 cond. si alguna vez, si acaso esp. c. opt., equiv. a una temp. cuando, cada vez que ὕδωρ δ' ἔπινεν ... πλὴν εἴ. διψήσας περιφλεγῶς ὄξος αἰτήσειεν bebía agua, salvo si alguna vez, por tener muchísima sed, pedía vinagre Plu.Cat.Ma.1, εἴ. εὕροι Ἐρασίστρατος Gal.11.247, εἴ. Κελτοὶ βουλεύοιντο Polyaen.7.50.23, διετέλει, εἴ. πρὸς αὐτὴν παρεγένετο, τὰς μελαίνας αὐτοῦ τρίχας περιαιρουμένη Aesop.31, καὶ πολλάκις ἀνεβόα εἴ. λαθεῖν ἠδύνατο y, muchas veces gritaba, cuando podía pasar inadvertida X.Eph.4.5.3, cf. Zen.5.9, Arr.An.1.3.6, Ael.VH 9.3.
2 interr. indir. si alguna vez, si acaso ἠρώτων, εἴποτ' αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν Gal.2.645.
French (Bailly abrégé)
v. εἰ.
German (Pape)
1 wenn irgend einmal, wenn je, Hom. Il. 1.39 und A.; εἴποτε δή, Il. 1.503.
2 ob einmal, Il. 2.97 und sonst. – Die hom. Vrbdg εἴποτ' ἔην γε ist entweder (die natürlichste Erklärung) eine wehmütige Erinnerung an das, was vordem war, δαὴρ αὖτ' ἐμὸς ἔσκε, εἴποτ' ἔην γε, Il. 3.180, er war mein Schwager, wenn er es einst war, ach, er ist es leider nicht mehr, od. ein Wunsch, wenn er es doch noch wäre ! Nach Hermann = wenn er je gewesen ist, was er jetzt nicht mehr ist; vgl. Il. 11.761, 24.426, Od. 15.268, 19.315, 24.289.
Russian (Dvoretsky)
εἴποτε: чаще εἴ ποτε
1 если (бы) когда-л.;
2 в косв. вопросах ли, не … ли когда-л ….
Greek (Liddell-Scott)
εἴποτε: ἢ εἴ ποτε, ἐάν ποτε, ἐὰν καμμίαν φοράν, Λατ. siquando, εἴ ποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Ἰλ. Α. 39· μετὰ τοῦ δὴ χάριν πλείονος ἐμφάσεως, Ζεῦ πάτερ, εἴποτε δή σε μετ’ ἀθανάτοισιν ὄνησα αὐτόθι 503· εἶναι δὲ ἐν χρήσει ὅταν τις ζητῇ χάριν παρά τινος καὶ ὑπομιμνήσκῃ αὐτὸν περί τινος· ἡ δὲ Ὁμηρικὴ φράσις εἴ ποτ’ ἔην γε ἐκφράζει ἀλγεινὴν ἀνάμνησιν ἀγαθοῦ ὑπάρξαντός ποτε, ἀλλὰ μὴ ὑπάρχοντος πλέον, δαὴρ αὐτ’ ἐμὸς ἕσκε κυνώπιδος, εἴποτ’ ἔην γε, «καὶ ἀνδράδελφος δὴ ἐμὸς ὑπῆρχε τῆς κυνοπροσώπου, εἴπερ ποτὲ ἦν» (Θ. Γαζῆς), ἢ ἐὰν ἔπρεπε νὰ τὸν ὀνομάσω ποτὲ τοιοῦτον, Ἰλ. Γ.180. Αλλ’ οἱ παλαιοὶ διέφερον ὡς πρὸς τὴν σημασίαν τῆς φράσεως ταύτης. Πρβλ. Wolf ἐν τόπῳ, Ἕρμαννον Vig. Append XI, καὶ εἶδε Ἰλ. Λ. 762, Ω. 426, Ὀδ. Ο. 268, Κ. 315, Ω. 289. Περὶ τῆς ἐλλεπτικῆς χρήσεως τοῦ εἴποτε ἴδε ἐν λ. εἰ. Α. VI. 4. ε. ΙΙ. ἐν πλαγίῳ λόγῳ, κήρυκες βοόωντες ἐρήτυον, εἴποτ’ ἀϋτῆς σχοίατ’, «ὅπως ἂν τῆς βοῆς ἐπισχοῖεν ἑαυτοὺς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 97, κτλ.
Greek Monolingual
εἴποτε και εἴ ποτε (Α)
1. εάν ποτέ, εάν καμιά φορά
2. «εἴπερ ποτέ» — περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Greek Monotonic
εἴποτε:I. εάν ποτέ, Λατ. si-quando, σε Όμηρ.
II. στον πλάγιο λόγο, εάν ποτέ, στο ίδ.
Middle Liddell
I. if ever, Lat. si-quando, Hom.
II. indirect, if or whether ever, Hom.